Τι σημαίνει το tailed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tailed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tailed στο Αγγλικά.
Η λέξη tailed στο Αγγλικά σημαίνει με ουρά, με... ουρά, ουρά, πίσω μέρος, ουρά, γράμματα, γράμματα, πίσω, ούριος, ουρά, κάτω μέρος, ουρά, αυτός που παρακολουθεί κπ, γκομενάκι, γκομενάκι, φράκο, παρακολουθώ στενά, ανυπόμονος, που έχει φουντωτή ουρά, με μακριά ουρά, αμερικανική γερακίνα, είδος αετού, Odocoileus virginianus. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tailed
με ουράadjective (having a tail) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με... ουράadjective (as suffix (having a type of tail) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ουράnoun (animal: end part) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The dog yelped when the guy stepped on his tail. Το σκυλί αλύχτησε πονεμένα όταν του πάτησε την ουρά. |
πίσω μέροςnoun (figurative (rear) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The truck hit the tail of the car. Το φορτηγό χτύπησε το πίσω μέρος του αυτοκινήτου. |
ουράnoun (end section of an aircraft) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The airline's logo was on the tail of the aircraft. Το λογότυπο της αεροπορικής εταιρείας ήταν στην ουρά του αεροπλάνου. |
γράμματαnoun (reverse face of a coin) (νόμισμα) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) If the coin lands on heads, I win; if it's tails, you win. Αν το νόμισμα βγάλει κορόνα κερδίζω εγώ· αν βγάλει γράμματα κερδίζεις εσύ. |
γράμματαinterjection (coin: reverse face up) (νόμισμα) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Do you want heads or tails in the coin toss? Tails! Θέλεις κορόνα ή γράμματα στο στρίψιμο του νομίσματος; Γράμματα! |
πίσωadjective (rear) The tail end of the car was damaged when it was hit by another car from behind. Το πίσω μέρος του αυτοκινήτου έπαθε ζημιά όταν χτυπήθηκε από πίσω από ένα άλλο αυτοκίνητο. |
ούριοςadjective (coming from behind) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The sailboat benefited from a strong tail wind. |
ουράnoun (end part of a comet) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The tail of that comet is visible with the naked eye. |
κάτω μέροςnoun (bottom of a shirt) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The tail of his shirt was hanging out of his pants. |
ουράnoun (trailing part of a kite) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The kite had a long beautiful tail. |
αυτός που παρακολουθεί κπnoun (figurative, slang (person doing surveillance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The police put a tail on the gangster to find out who his associates are. Η αστυνομία έβαλε κάποιον να γίνει η σκιά του μαφιόζου για να μάθει ποιοι είναι οι συνεργοί του. |
γκομενάκιnoun (US, slang, offensive (sex with a woman) (μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Rob is so immature; all he ever talks about is "getting some tail." Ο Ρομπ είναι τόσο ανώριμος. Το μόνο για το οποίο μιλάει είναι το «να βρει κανένα γκομενάκι». |
γκομενάκιnoun (US, slang, offensive (women as sexual object) (μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Steve is such a misogynist; he talks about women as "tail." |
φράκοplural noun (tailcoat: men's dress coat) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He was dressed in top hat and tails. |
παρακολουθώ στενάtransitive verb (informal (follow) The spy tailed the official to find out whom he was working with. Ο κατάσκοπος έγινε η σκιά του αξιωματούχου, για να ανακαλύψει με ποιον συνεργαζόταν. |
ανυπόμονοςadjective (informal, figurative (eager) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει φουντωτή ουράadjective (with fluffy tail) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) That bushy-tailed fox squirrel stole my peanuts. |
με μακριά ουράadjective (animal: with a long tail) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αμερικανική γερακίναnoun (bird: Buteo jamaicensis) |
είδος αετούnoun (variety of bird) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Odocoileus virginianusnoun (animal: ruminant) (επίσημο: ελάφι) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tailed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του tailed
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.