Τι σημαίνει το take στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης take στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του take στο Αγγλικά.
Η λέξη take στο Αγγλικά σημαίνει παίρνω, μεταφέρω, παίρνω, κλέβω, αρπάζω, παίρνω κτ από κπ, παίρνω, πηγαίνω, πάω, παίρνω, θήραμα, κέρδη, λήψη, λήψη, γνώμη, άποψη, εκδοχή, ερμηνεία, παίρνω μπρος, κολλάω, πιάνω, πιάνω, μου μένει, παίρνω, παίρνω, πιάνω, πηγαίνω, πιάνω, δέχομαι, κάνω, παίρνω, παίρνω, κάθομαι, δέχομαι, κάνω, φοράω, φοράω, παίρνω, κλέβω, ξεγελώ, αντέχω, χρειάζομαι, χρειάζομαι, δέχομαι, παίρνω, κάνω, βάζω, κάνω, παίρνω, αφαιρώ, παίρνω, παίρνω, δίνω, αντιλαμβάνομαι, ερμηνεύω, τραβάω, βγάζω, παίρνω, δανείζομαι κτ από κτ, τρώω ξύλο, τις τρώω, παίρνω τα ηνία, κρατάω το τιμόνι, επηρεάζομαι στο μεγαλύτερο βαθμό από κτ, αρπάζω κρύωμα, αρπάζω φωτιά, πιάνω φωτιά, πιάνω κπ στον ύπνο, αποδέχομαι τις συνέπειες, εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, δεύτερη ματιά, κάνω τα πρώτα μου βήματα, κάνω το πρώτο βήμα, παθαίνω ζημιά, δέχομαι αρνητική κριτική, τρώω ξύλο, κατατροπώνομαι, παίρνω φαγητό σε πακέτο, αμοιβαίες υποχωρήσεις, δούναι και λαβείν, λίγο πάνω, λίγο κάτω, περίπου, εμπρηστικό άρθρο, δεν μου αρέσει, δωροδοκούμαι, χρηματίζομαι, λάβετε θέσεις, σκηνή από τα γυρίσματα, παίρνω δεύτερη θέση, δέχομαι επίθεση, κατατροπώνομαι, δέχομαι αρνητική κριτική, κάνω μπάνιο, νικιέμαι, κάνω υπόκλιση, κάνω ένα διάλειμμα, παίρνω μια αναπνοή, παίρνω μια ανάσα, κάνω ένα διάλειμμα, απαντάω σε ένα τηλεφώνημα, απαντάω σε μια κλήση, κάνω έρευνα, κάνω δημοσκόπηση, κάνω σφυγμομέτρηση, ρισκάρω, τολμώ, ρισκάρω, τολμώ, ρίχνω μια προσεκτική ματιά, ρίχνω μια προσεκτική ματιά, παρακολουθώ μαθήματα, δοκιμάζω τις δυνάμεις μου σε κτ, θάβω, δε βλέπω με καλό μάτι κτ, βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, κάνω βουτιά, κάνω μια τζούρα, χέζω, είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός, είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός, Δρόμο!, Στρίβε!, Δίνε του!, Πάρε δρόμο!, πάω διακοπές, πιάνω δουλειά, σηκώνω αστεία, κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι, κατατροπώνομαι, δέχομαι σφοδρή επίθεση, κατουράω, παίρνω πολύ καιρό, θέλω πολύ καιρό, το να κάνω κτ παίρνει πολύ καιρό, το να κάνω κτ θέλει πολύ καιρό, μου παίρνει πολύ καιρό, μου παίρνει πολύ καιρό να κάνω κτ, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια ματιά, παίρνω έναν υπνάκο, κατουράω, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια ματιά σε κτ, βγάζω φωτογραφία, τραβάω φωτογραφία, βγάζω φωτογραφία, ρίχνω ένα κατούρημα, αναβάλλω, παίρνω μέτρηση, ξεκουράζομαι, κάθομαι, ρίχνω άλλη μια ματιά, μου γυαλίζει, δοκιμάζω, επιχειρώ, ρίχνω σε κτ/κπ, κάνω ένα ντους, κάνω μια γύρα, πειραματίζομαι με κτ, εκφράζω την άποψή μου, παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτ, προσπαθώ να χτυπήσω κπ, αποπειρώμαι να χτυπήσω κπ, ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ, έχω διαγώνισμα, έχω συνέπειες, έχω επιπτώσεις, κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι, τρώω τούμπα, κατρακυλώ, πέφτω, δοκιμάζω, αλλάζω, χειροτερεύω, πάω διακοπές, κάνω βόλτα, πάω περίπατο, φύγε από εδώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης take
παίρνωtransitive verb (grab) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She took the money and ran to the store. Πήρε τα λεφτά και έτρεξε στο μαγαζί. |
μεταφέρωtransitive verb (transport, carry) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He took the radio to his friend's house. Πήρε το ραδιόφωνο στο σπίτι του φίλου του. |
παίρνωtransitive verb (accept, receive) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I refuse to take your money. Αρνούμαι να πάρω τα χρήματά σου. |
κλέβωtransitive verb (steal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He didn't have the money to pay for the candy, so he just took it. Δεν είχε τα χρήματα για να πληρώσει το γλυκό και έτσι απλά το έκλεψε. |
αρπάζωtransitive verb (snatch) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The robber took my purse and ran away. Ο ληστής άρπαξε την τσάντα μου και έφυγε τρέχοντας. |
παίρνω κτ από κπ(snatch, confiscate) His friend took the TV from him. Ο φίλος του, του πήρε την τηλεόραση. |
παίρνωtransitive verb (serve yourself) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please, take a cake from the tray. Παρακαλώ, πάρε ένα κομμάτι κέικ από τον δίσκο. |
πηγαίνω, πάωtransitive verb (convey, transport) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Will you take me to the bus station? Θα με πάρεις στο σταθμό του λεωφορείου; |
παίρνωtransitive verb (go by: form of transport) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We took a taxi home at the end of the night. Στο τέλος της βραδιάς, πήραμε ταξί για το σπίτι. |
θήραμαnoun (fish, game caught) (κυνήγι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Your take is limited to three fish per month. Επιτρέπεται να πιάσεις τρία ψάρια τον μήνα. |
κέρδηnoun (slang (money: earnings, takings) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The take for tonight's show was three thousand dollars. |
λήψηnoun (cinema: recording of a scene) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) OK, everybody. This is going to be our fifth take. Let's get it right now. Action! Λοιπόν παιδιά, αυτή είναι η πέμπτη μας λήψη. Ας το πετύχουμε αυτήν τη φορά. Πάμε! |
λήψηnoun (sound recording) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The second take had too much bass. |
γνώμη, άποψηnoun (opinion, view) (για κτ ή σχετικά με κτ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) What's your take on the issue? |
εκδοχή, ερμηνείαnoun (mainly US (version, interpretation) (με γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This movie is the director's take on the classic love story. |
παίρνω μπροςintransitive verb (machine: function) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We had to oil it four times before the machine would take. Χρειάστηκε να προσθέσουμε λάδια τέσσερις φορές πριν πάρει μπρος το μηχάνημα. |
κολλάωintransitive verb (informal (adhere) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I couldn't get the stamp to take no matter how many times I licked it. |
πιάνωintransitive verb (informal (work as desired) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The serum doesn't always take the first time, and a second inoculation may be needed. |
πιάνωintransitive verb (plant: take root, grow) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I do hope the lilac takes as I'd love a lilac hedge. |
μου μένειintransitive verb (figurative (be established, absorbed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I've tried to learn a few words of Japanese but they just don't seem to take. Έχω προσπαθήσει να μάθω μερικές λέξεις στα γιαπωνέζικα αλλά δεν φαίνεται να μου μένουν. |
παίρνωtransitive verb (get control) (τον έλεγχο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The generals took power and exiled the President. |
παίρνωtransitive verb (seize, capture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The army took the town after forty-eight hours of fighting. |
πιάνωtransitive verb (fish, game: catch) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We took ten brace of pheasants at the shoot. |
πηγαίνωtransitive verb (move) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The conveyor belt takes the part to the next station. |
πιάνωtransitive verb (arrest) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police took the criminal without any problems. |
δέχομαιtransitive verb (form of payment: accept) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Do you take credit cards? Δέχεστε πιστωτικές κάρτες; |
κάνωtransitive verb (informal (cost) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) How much will it take to buy this car? |
παίρνωtransitive verb (money: win, earn) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He took thousands of dollars at the casino. |
παίρνωtransitive verb (use, run on) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This camera takes long-life batteries. |
κάθομαιtransitive verb (sit down on) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Please come in and take a seat. Παρακαλώ περάστε μέσα και καθίστε. |
δέχομαιtransitive verb (admit, accept) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We only take the most intelligent students in this college. |
κάνωtransitive verb (enrol in, study) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I decided to take French next term. |
φοράωtransitive verb (wear: shoe size) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I take a size six in boots, but a size five in shoes. |
φοράωtransitive verb (wear: clothing size) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) What size do you take? |
παίρνωtransitive verb (ingest) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He takes the medicine without complaining. |
κλέβω, ξεγελώtransitive verb (informal, figurative (cheat, rob) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He realized that he had been taken when the camera he bought had no working parts inside. Κατάλαβε ότι τον είχαν κλέψει (Or: ξεγελάσει) επειδή η κάμερα που αγόρασε δεν δούλευε. |
αντέχωtransitive verb (informal (endure) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I can't take it any more! Let me out of here! Δεν αντέχω άλλο! Άσε με να βγω από εδώ μέσα! |
χρειάζομαιtransitive verb (require: time) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) How long did it take? Πόσος χρόνος απαιτείται; |
χρειάζομαιtransitive verb (informal (require) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) What will it take to convince you? Τι θα πάρει για να πεισθείς; |
δέχομαιtransitive verb (amount: accept as payment) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Will you take three hundred pounds for the table? |
παίρνωtransitive verb (derive from) (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This musical takes its inspiration from a Shakespeare play. |
κάνωtransitive verb (bath, shower: use) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I am so dirty. I really need to take a bath. |
βάζωtransitive verb (use for flavour) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I take two sugars in my coffee. |
κάνωtransitive verb (go on: vacation) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We took a holiday in Argentina last year. Πέρσι κάναμε διακοπές στην Αργεντινή. |
παίρνωtransitive verb (remove) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yes, please take the rubbish. |
αφαιρώtransitive verb (kill, end: a life) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The murderer has taken many lives. |
παίρνωtransitive verb (game: capture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He took one of his opponent's pawns in the chess game. |
παίρνωtransitive verb (baseball: not swing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The batter always takes the first pitch. |
δίνωtransitive verb (do, sit: a test, exam) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm taking my chemistry exam on Wednesday. |
αντιλαμβάνομαι, ερμηνεύωtransitive verb (view in a certain way) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I don't know how to take what you just said. This is important work; we need to take it seriously. |
τραβάω, βγάζωtransitive verb (image: capture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The photographer took several shots of the bride and groom. I always take loads of photos when I'm on holiday. |
παίρνω(confiscate) (κάτι από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The teacher took the magazine from the student. |
δανείζομαι κτ από κτ(extract, quote) This line of poetry is taken from Dante's Inferno. Αυτός ο στίχος είναι δανεισμένος από την Κόλαση του Δάντη. |
τρώω ξύλο, τις τρώωverbal expression (be beaten, damaged) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω τα ηνία, κρατάω το τιμόνιverbal expression (figurative (have control) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If he thinks he can lead the team better, let him have the driver's seat. |
επηρεάζομαι στο μεγαλύτερο βαθμό από κτverbal expression (take the worst of [sth]'s impact) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρπάζω κρύωμαverbal expression (contract cold virus) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If you go out in this rain without a coat you're liable to catch a cold. |
αρπάζω φωτιά, πιάνω φωτιάverbal expression (ignite) Gasoline can catch fire very easily. If you knock that candle onto the rug, it will catch on fire. |
πιάνω κπ στον ύπνοverbal expression (catch off-guard) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The question caught the minister unawares; she didn't have an answer prepared. |
αποδέχομαι τις συνέπειεςverbal expression (accept) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Let's just do it now and deal with the consequences later. |
εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαιverbal expression (look surprised) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I did a double take when I saw Richard; he looks completely different without a beard! |
δεύτερη ματιάnoun (surprised response) Dan thought no one noticed his double take when the eccentrically dressed man passed him in the street, but I did. Ο Νταν πίστευε ότι κανείς δεν πρόσεξε την απορημένη ματιά του όταν πέρασε δίπλα το ένας εκκεντρικά ντυμένος άντρας, αλλά εγώ την είδα. |
κάνω τα πρώτα μου βήματαverbal expression (baby: starting to walk) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The baby took its first steps today. |
κάνω το πρώτο βήμαverbal expression (figurative (initial action towards goal) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) James took the first step to becoming a doctor by beginning a medical degree. |
παθαίνω ζημιάverbal expression (be beaten, damaged) Our garden shed took a battering in the hurricane. |
δέχομαι αρνητική κριτικήverbal expression (figurative (suffer) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The film got a battering from critics. |
τρώω ξύλοverbal expression (informal (be beaten physically) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Petros regularly took a thrashing from his violent father. |
κατατροπώνομαιverbal expression (figurative, informal (be defeated: at sport, etc.) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The Democrats took a thrashing on Election Day. |
παίρνω φαγητό σε πακέτοverbal expression (informal (order food to go) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αμοιβαίες υποχωρήσειςnoun (informal (compromise) Marriage is all about give and take between the partners. |
δούναι και λαβείνnoun (informal (conversation) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λίγο πάνω, λίγο κάτωexpression (informal (plus or minus) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I've been away from home for three months, give or take a few days. Λείπω από το σπίτι μου εδώ και τρεις μήνες, πάνω κάτω. |
περίπουexpression (informal (more or less) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) My new car cost $9000, give or take. |
εμπρηστικό άρθροnoun (informal (journalism: superficial editorial) |
δεν μου αρέσειverbal expression (not welcome) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I do not take kindly to people who don't know me calling me 'honey'. Δε μου αρέσουν οι άνθρωποι που δε με ξέρουν και με αποκαλούν «γλύκα». |
δωροδοκούμαι, χρηματίζομαιverbal expression (informal (take bribes) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λάβετε θέσειςinterjection (sport: take up starting position) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On your marks; get set; go! Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε! |
σκηνή από τα γυρίσματαnoun (TV, cinema: deleted scene) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) At the end of the movie they showed several outtakes during the credits. |
παίρνω δεύτερη θέσηverbal expression (figurative (be less prominent) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ron took a back seat and let his son run the family business. |
δέχομαι επίθεσηverbal expression (informal (be beaten physically) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατατροπώνομαιverbal expression (figurative, informal (be defeated) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The team took a bashing in today's match, losing 6-0. |
δέχομαι αρνητική κριτικήverbal expression (figurative, informal (be attacked verbally, in writing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The movie took a bashing from the critics. Οι κριτικοί έθαψαν την ταινία. |
κάνω μπάνιοverbal expression (mainly US (bathe) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I prefer to take a shower, while others like to take a leisurely bath. |
νικιέμαιverbal expression (informal (be defeated) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω υπόκλισηverbal expression (bow for applause) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) At the end of a play it's customary for the actors to take a bow at the front of the stage. |
κάνω ένα διάλειμμαverbal expression (have a rest) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Take a break - we'll finish painting the door frames later. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κάνε ένα διάλειμμα, δεν γίνεται να διαβάζεις συνέχεια! |
παίρνω μια αναπνοή, παίρνω μια ανάσαverbal expression (inhale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I always take a deep breath before I begin. |
κάνω ένα διάλειμμαverbal expression (informal (take a break) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απαντάω σε ένα τηλεφώνημα, απαντάω σε μια κλήσηverbal expression (accept a telephone call) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm sorry to interrupt but I need to step outside to take a call. I may need to take a call during the meeting. Λυπάμαι για τη διακοπή, αλλά πρέπει να βγω έξω για να το σηκώσω. |
κάνω έρευνα, κάνω δημοσκόπηση, κάνω σφυγμομέτρησηverbal expression (conduct a survey) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rupert took a census of opinion but found no support for his suggestion. |
ρισκάρω, τολμώverbal expression (act on a possibility) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yes, it's possible I won't win, but I'll take a chance. Ναι, είναι πιθανό να μην κερδίσω, αλλά θα το ρισκάρω. |
ρισκάρω, τολμώverbal expression (gamble, risk [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She took a chance on him, promoting him despite his lack of experience. Ρίσκαρε δίνοντάς του προαγωγή παρά την ελλειπή εμπειρία του. |
ρίχνω μια προσεκτική ματιάverbal expression (examine, inspect [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If you take a close look, you'll see that this banknote has no watermark - it's a forgery. Αν ρίξεις μια προσεκτική ματιά, θα δεις ότι το χαρτονόμισμα δεν έχει υδατογράφημα· είναι πλαστό. |
ρίχνω μια προσεκτική ματιάverbal expression (examine, inspect [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Before buying a used car, I take a careful look at the engine. |
παρακολουθώ μαθήματαverbal expression (attend classes, study) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I once took a course in physics - I couldn't understand a word of it! |
δοκιμάζω τις δυνάμεις μου σε κτverbal expression (informal (attempt [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I can't finish this crossword puzzle - do you want to take a crack at it? Δεν μπορώ να τελειώσω το σταυρόλεξο. Θες να δοκιμάσεις εσύ τις δυνάμεις σου; |
θάβωverbal expression (informal (criticize or attack verbally) (μεταφορικά, καθομ: κριτική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sally's been taking digs at her colleagues, and they're not pleased about it. |
δε βλέπω με καλό μάτι κτverbal expression (figurative (disapprove) (ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Her parents took a dim view of her choice of boyfriends. |
βλέπω τα ραδίκια ανάποδαverbal expression (slang, figurative (be dead) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The idiot overdosed on drugs, now he's taking a dirt nap. |
κάνω βουτιάverbal expression (informal (prices, etc.: fall) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω μια τζούραverbal expression (slang (inhale on a cigarette) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χέζωverbal expression (vulgar, slang (defecate) (αργκό, προσβλητικό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
είμαι αυστηρός, είμαι σκληρόςverbal expression (be staunch, uncompromising) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
είμαι αυστηρός, είμαι σκληρόςverbal expression (be staunch about [sth]) (με κάτι, σε κάτι) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
Δρόμο!verbal expression (informal, figurative (go away) |
Στρίβε!, Δίνε του!, Πάρε δρόμο!interjection (figurative, slang (Go away!) (αργκό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
πάω διακοπέςverbal expression (UK (go away on vacation) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After five long months of work I was ready to take a holiday. |
πιάνω δουλειάverbal expression (accept employment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She needed money so badly that she took a job as a waitress in a seedy bar. |
σηκώνω αστείαverbal expression (informal (have a sense of humour) (μτφ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδιverbal expression (make a trip) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Later this month I plan to take a journey to see my father. |
κατατροπώνομαιverbal expression (figurative, informal (be defeated) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The prime minister's party took a kicking in the local elections. |
δέχομαι σφοδρή επίθεσηverbal expression (figurative, informal (be heavily criticized) (λεκτική, φραστική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He's taken a real kicking in the tabloids for his extra-marital affairs. |
κατουράωverbal expression (informal (urinate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίρνω πολύ καιρό, θέλω πολύ καιρόverbal expression (require much time to do) (μέρες, μήνες κλπ.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Recovery from a head injury can take a long time. |
το να κάνω κτ παίρνει πολύ καιρό, το να κάνω κτ θέλει πολύ καιρόverbal expression (require much time) (μέρες, μήνες κλπ.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It took a long time to tidy the apartment. |
μου παίρνει πολύ καιρόverbal expression (require much time for [sb] to do) (μέρες, μήνες κλπ.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I put the wardrobe together from a kit; it took me a long time! |
μου παίρνει πολύ καιρό να κάνω κτverbal expression (require much time of [sb]) (μέρες, μήνες κλπ.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It has taken Graeme a long time to get over his divorce. |
ρίχνω μια ματιάverbal expression (informal (look casually at [sth/sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) There's a sale on at this gallery; shall we take a look? Αυτή η γκαλερί έχει εκπτώσεις, θέλεις να ρίξουμε μια ματιά; |
ρίχνω μια ματιάverbal expression (informal (inspect, investigate [sth/sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I don't know much about engines but I'll take a look. Δεν ξέρω και πολλά από μηχανές αλλά θα ρίξω μια ματιά. |
παίρνω έναν υπνάκοverbal expression (have a short sleep) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My father usually takes a nap in the afternoon. I often take a nap after lunch. Συχνά την πέφτω για λίγο μετά το μεσημεριανό. |
κατουράωverbal expression (informal (urinate) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ρίχνω μια ματιάverbal expression (informal (look briefly, furtively) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Julia knew the food was ready on the table in the dining room, and couldn't resist taking a peek. |
ρίχνω μια ματιάverbal expression (informal (look briefly, furtively) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I want so badly to take a peek at my presents, but I'll wait till Christmas. |
ρίχνω μια ματιά σε κτverbal expression (quickly look at) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βγάζω φωτογραφία, τραβάω φωτογραφίαverbal expression (capture [sb] or [sth] on camera) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βγάζω φωτογραφίαverbal expression (capture [sb] or [sth] on camera) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You look lovely in that dress – wait there, I'll take a picture. Είσαι πολύ όμορφη με αυτό το φόρεμα. Περίμενε εκεί να βγάλω μια φωτογραφία. |
ρίχνω ένα κατούρημαverbal expression (vulgar, slang (urinate) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναβάλλωverbal expression (figurative, informal (postpone [sth]) (για άλλη στιγμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I can't meet you tonight; can I take a raincheck for next week? Δεν μπορώ να βρεθούμε απόψε. Να το αναβάλουμε για την άλλη εβδομάδα; |
παίρνω μέτρησηverbal expression (measurement: observe, record) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The electric company meter reader takes a reading at our house every month. |
ξεκουράζομαιverbal expression (have a break) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You can't just stop and take a rest when you're running a marathon! |
κάθομαιverbal expression (sit down) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Louise took a seat in the doctor's waiting room. |
ρίχνω άλλη μια ματιάverbal expression (informal (re-examine) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Let's take a second look: we may have missed some important clues. |
μου γυαλίζειverbal expression (informal (take a liking to [sb]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She took a shine to him from the first time they met. Της γυάλισε από την πρώτη τους συνάντηση. |
δοκιμάζω, επιχειρώverbal expression (informal, figurative (attempt [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'd like to learn to play golf, so one day I think I'll take a shot at it. |
ρίχνω σε κτ/κπverbal expression (fire at, try to hit [sth/sb]) When you see the target appear, aim your gun and take a shot at it. I took a shot at the deer, but I missed. |
κάνω ένα ντουςverbal expression (wash under a water spray) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm sweating like a horse – I'd better go and take a shower. Ιδρώνω πάρα πολύ, καλύτερα να πάω να κάνω ένα ντους. |
κάνω μια γύραverbal expression (go for a ride) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πειραματίζομαι με κτverbal expression (informal, figurative (attempt, try [sth]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκφράζω την άποψή μουverbal expression (state your opinion clearly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You have the choice of taking a stand or not having your views heard. |
παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτverbal expression (maintain opinion against opposition) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Are you going to take a stand against the government's crackdown on the press? |
προσπαθώ να χτυπήσω κπ, αποπειρώμαι να χτυπήσω κπverbal expression (try to hit [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπverbal expression (aim a punch at) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I was so enraged by the paparazzo that I took a swipe at him. |
έχω διαγώνισμαverbal expression (sit an exam or quiz) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have to take a test in biology next week. |
έχω συνέπειες, έχω επιπτώσειςverbal expression (figurative (have a negative impact) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδιverbal expression (go on a journey) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Next spring my husband and I are going to take a trip to New Zealand. |
τρώω τούμπαverbal expression (person: fall over) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I slipped on some ice and took a tumble in the parking lot. |
κατρακυλώ, πέφτωverbal expression (figurative (prices, sales: fall rapidly) (τιμές) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The price of crude oil took a tumble on the stock market today. |
δοκιμάζωverbal expression (have one's chance, have a go) (κάτι, να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The teacher said the kids had to wait if they wanted to take a turn on the rides. Ο δάσκαλος είπε στα παιδιά ότι πρέπει να περιμένουν, εάν θέλουν να δοκιμάσουν να κάνουν μια βόλτα με το τρενάκι του λούνα παρκ. |
αλλάζωverbal expression (change) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χειροτερεύωverbal expression (deteriorate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) His condition remained stable for three days, then suddenly he took a turn for the worse. |
πάω διακοπέςverbal expression (take time away from work) (φεύγω από το σπίτι μου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω βόλτα, πάω περίπατοverbal expression (go for a stroll) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I asked my girlfriend if she would like to take a walk with me. |
φύγε από εδώinterjection (slang (go away) (μεταφορικά) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) He started getting on my nerves, so I told him to take a walk. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του take στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του take
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.