Τι σημαίνει το tag στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tag στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tag στο Αγγλικά.

Η λέξη tag στο Αγγλικά σημαίνει ετικέτα, ετικέτα, επισυνάπτω, χαρακτηρίζω, ετικέτα, βάζω ετικέτα, κυνηγητό, καρτελάκι, πινακίδα, ταγκιά, πιάνω, βάζω ηλεκτρονικό βραχιολάκι, ακολουθώ, ταυτότητα σκύλου, ταυτότητα στρατιώτη, ετικέτα αυτιού, ηλεκτρονικό βραχιόλι, υψηλή τιμή, στρατιωτική ταυτότητα, ετικέτα εικόνας, καρτελάκι για κλειδιά, καρτελίτσα, καρτελίτσα, το να μην πετυχαίνεις κάποιον στο τηλέφωνο, παίζω κυνηγητό, τιμή, κόστος, ερώτηση ηχώ, σύννεφο ετικετών, ατάκα, προσαρτώ, επισυνάπτω, ερώτηση ηχώ, αγώνισμα πυγμαχίας όπου συμμετέχουν ομάδες πυγμάχων που αγωνίζονται μεταξύ τους, ταυτόχρονες αποτυχημένες κλήσεις μεταξύ δύο ατόμων, ετικέτα κρεμασμένη στο δάχτυλο νεκρού σε νεκροτομείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tag

ετικέτα

noun (label on clothing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tim cut out the tag on his shirt, as it was irritating him.
Ο Τιμ έκοψε την ετικέτα από το πουκάμισό του, επειδή τον ενοχλούσε.

ετικέτα

noun (price label)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rebecca checked the tag to see how much the dress cost.
Η Ρεμπέκα κοίταξε το καρτελάκι για να δει πόσο κόστιζε το φόρεμα.

επισυνάπτω

(attach, append) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James tagged the file onto the email, so his manager could see what the problem was.
Ο Τζέιμς επισύναψε το αρχείο στο email ώστε το αφεντικό του να μπορέσει να δει ποιο ήταν το πρόβλημα.

χαρακτηρίζω

(identify: as) (κπ κτ, κπ ως κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
At an early age, Karen's teachers tagged her as a troublemaker.
Από μικρή ηλικία οι δάσκαλοι της Κάρεν την χαρακτήρισαν μπελά.

ετικέτα

noun (internet: label)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The blog writer used the tags "football" and "beer" on the post she had just written about alcohol sales at football games.
Η συγγραφέας του ιστολογίου χρησιμοποίησε τις ετικέτες «ποδόσφαιρο» και «μπύρα» στην ανάρτηση που μόλις είχε γράψει σχετικά με τις πωλήσεις αλκοολούχων ποτών στους ποδοσφαιρικούς αγώνες.

βάζω ετικέτα

transitive verb (on internet: label) (σε κπ/κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The blog writer tagged the post with several keywords.
Ο συγγραφέας του ιστολογίου έβαλε ετικέτες στην ανάρτηση με αρκετές λέξεις κλειδιά.

κυνηγητό

noun (uncountable (chasing game)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tag is a popular playground game.

καρτελάκι

noun (identification label)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Peter attached a tag to the suitcase, so he'd be able to make sure he got the right one off the luggage carousel.

πινακίδα

noun (US (license plate) (οχήματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταγκιά

noun (graffiti: identifying symbol) (ζαργκόν: γκράφιτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The graffiti artist finished her work by adding her tag.

πιάνω

transitive verb (touch in chasing game) (στο κυνηγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John tagged Andrew, who then tagged Paula.

βάζω ηλεκτρονικό βραχιολάκι

transitive verb (fit with electronic tag)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The police tagged the convicted shoplifter to ensure he kept to his bail conditions.

ακολουθώ

phrasal verb, intransitive (informal (accompany [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My younger brother always wanted to tag along.
Ο μικρότερος αδερφός μου ήθελε πάντα να με ακολουθεί.

ταυτότητα σκύλου

noun (dog's identification tag) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
According to the dog tag his name's Mephistopheles.
Σύμφωνα με την ταυτότητα του σκύλου το όνομά του είναι Μεφιστοφελής.

ταυτότητα στρατιώτη

noun (figurative (soldier's identification tag) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Soldiers on secret operations have to remove their dog tags.

ετικέτα αυτιού

(agriculture) (σε ζώο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ηλεκτρονικό βραχιόλι

noun (criminal monitoring device) (για κρατούμενους)

Paul didn't get a custodial sentence for his crime, but he had to wear an electronic tag for six months, so that the police would know where he was.

υψηλή τιμή

noun (figurative (great cost, expense)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His rise to fame came with a high price tag; his wife and children left him.

στρατιωτική ταυτότητα

noun (soldier's metal name tag)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ετικέτα εικόνας

noun (code for placing image on a web page)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καρτελάκι για κλειδιά

noun (fob on a keyring)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καρτελίτσα

noun (cloth label for name)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They had to sew name tags into all their clothes.

καρτελίτσα

noun (metal or leather label for name)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The staff all wore name tags.

το να μην πετυχαίνεις κάποιον στο τηλέφωνο

(unsuccessful contact attempts)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίζω κυνηγητό

verbal expression (children: chase one another)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τιμή

noun (label showing an item's cost)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I cut the price tag off before I gift-wrapped the sweater.

κόστος

noun (figurative (cost, value)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Health care reform will come with a hefty price tag.

ερώτηση ηχώ

noun (interrogative ending to a sentence)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σύννεφο ετικετών

noun (internet: visual representation of common words)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ατάκα

noun (punchline, slogan)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
“Where's the beef?” was a famous tagline of the 1980s.

προσαρτώ, επισυνάπτω

(attach, append to [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ερώτηση ηχώ

noun (interrogative ending to a sentence)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγώνισμα πυγμαχίας όπου συμμετέχουν ομάδες πυγμάχων που αγωνίζονται μεταξύ τους

(wrestling)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ταυτόχρονες αποτυχημένες κλήσεις μεταξύ δύο ατόμων

noun (repeated attempts to phone one another)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ετικέτα κρεμασμένη στο δάχτυλο νεκρού σε νεκροτομείο

noun (on dead body)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tag στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tag

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.