Τι σημαίνει το taille στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης taille στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του taille στο Γαλλικά.
Η λέξη taille στο Γαλλικά σημαίνει μέγεθος, μέγεθος, διαστάσεις, ύψος, ύψος, κουρεμένος, κλαδεμένος, μέση, περιφέρεια μέσης, ύψος, ύψος, μέση, περιφέρεια μέσης, περιφέρεια μέσης, μέση, μέγεθος, κομμένος, κλαδεμένος, ανάστημα, διαστάσεις, κόψιμο, κλάδεμα, κόβω, σκαλίζω, λαξεύω, κόβω, πελεκάω, πελεκώ, ξύνω, κλαδεύω, κόβω, κουρεύω, κόβω σε κομματάκια, κάνω αιχμηρό, κλαδεύω, κλαδεύω, κλαδεύω, σκίζω, σχίζω, κόβω, πελεκώ, λαξεύω, σκαλίζω, μετράω, μετρώ, ξύστρα, τετράπλευρο ιστίο, χορτοκοπτικό, εργαλείο για κούρεμα ή κλάδεμα, ξύστρα, μειώνω, μέγεθος δείγματος, μικρό μέγεθος, κλαδευτήρι, μπριγιάν, παραμεγαλωμένος, μεσαίου μεγέθους, υπερμεγέθης, φτιαγμένος για κτ, παιδικός, ειδική παραγγελία, χαμηλοκάβαλος, μεσαίου μήκους, μέτριου μήκους, μέτριου ύψους, μεσαίου ύψους, μεγάλου μεγέθους, από τη μέση και κάτω, -σωμος, μεγέθους, μεσαίου μεγέθους, στο ύψος της μέσης, μέχρι τη μέση, μεσαίου μεγέθους, εύλογου μεγέθους, με... μέση, ανίκανος να κάνω κτ, ανήμπορος να κάνω κτ, πόσο μεγάλο;, κατάλληλος για να κάνω κτ, περιφέρεια, λαξευτός λίθος, μέτωπο εκσκαφής, μέγεθος γραμματοσειράς, μεγάλο μέγεθος, κανονικού μεγέθους, συνήθους μέγέθους, τυχαίο ποσό, εγχάραξη σε χαλύβδινη πλάκα, μέγεθος στόλου, μέγεθος δείγματος, περιφέρεια μέσης, σωματότυπος κλεψύδρα, μικρό μέγεθος, χαραγμένο γυαλί, περίμετρος, μέγεθος της οικογένειας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης taille
μέγεθοςnom féminin (objet) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La maison était d'une taille étonnante. Το μέγεθος του σπιτιού ήταν εντυπωσιακά μεγάλο. |
μέγεθος(vêtements) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cette robe est une taille 38 (or: Cette robe, c'est du 38). Αυτό το φόρεμα είναι νούμερο δέκα. |
διαστάσειςnom féminin (d'une personne) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il joue bien au basket pour sa taille. Παίζει καλό μπάσκετ για τα κυβικά του. |
ύψοςnom féminin (d'une personne) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jane compense sa petite taille par une forte personnalité. Ότι λείπει σε μπόι, η Τζέιν το καλύπτει με την προσωπικότητά της. |
ύψος(d'un bâtiment,...) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) De la base au sommet, la colonne a une hauteur de quatre mètres (or: fait quatre mètres de haut). Από τη βάση ως την κορυφή η κολώνα έχει ύψος τέσσερα μέτρα. Ο Μπομπ φαίνεται πολύ ψηλός, πόσο ύψος έχει; |
κουρεμένοςadjectif (μαλλιά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κλαδεμένος(plante) (φυτά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
μέσηnom féminin (d'une personne) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La plupart des gens trouvent que leurs tailles grossissent avec l'âge. Οι περισσότεροι άνθρωποι ανακαλύπτουν ότι η μέση τους φαρδαίνει όσο μεγαλώνουν. |
περιφέρεια μέσηςnom féminin (σώμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce jeans fait 82 cm à la taille. |
ύψος(ιδιότητα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je l'ai reconnu de loin à sa taille. |
ύψος(d'une personne) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μέσηnom féminin (d'un vêtement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je crois que j'ai pris un peu de poids ; la taille de ce pantalon est un peu trop serrée. Νομίζω ότι πήρα μερικά κιλά· η μέση αυτού του παντελονιού μου είναι λίγο στενή. |
περιφέρεια μέσηςnom féminin (ρούχα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette robe a une taille étroite et s'accroche à la silhouette. |
περιφέρεια μέσηςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sa taille ne cessait de s'élargir, il dut alors acheter de nouveaux vêtements plus grands. Η μέση του γινόταν ολοένα και πιο φαρδιά και έτσι έπρεπε να αγοράσει καινούρια, μεγαλύτερα ρούχα. |
μέγεθοςnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les étudiants avaient du mal à s'imaginer la taille des animaux comme le tyrannosaure. |
κομμένος(barbe, haie) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κλαδεμένος(arbre) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ανάστημα(ύψος ατόμου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
διαστάσεις
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
κόψιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En classe de maternelle, la découpe et le collage sont monnaie courante. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το κόψιμο με μυτερό ψαλίδι είναι επικίνδυνο για τα μικρά παιδιά. |
κλάδεμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le jardinier a fait l'élagage quotidien. |
κόβωverbe transitif (sculpter) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le tailleur de pierre va tailler des marches dans le granit. |
σκαλίζω, λαξεύωverbe transitif (la pierre,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω(από κτ ή με γενική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κόψε εκείνο το κλαδί από το δέντρο. Κόψε εκείνον το κλαδί του δέντρου. |
πελεκάω, πελεκώ(αφαιρώ κομμάτια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Michel-Ange a créé des statues en taillant le marbre avec un burin et un marteau. |
ξύνωverbe transitif (un crayon) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mine du crayon de Tara était usée alors elle l'a taillée. Το μολύβι της Τάρας ήθελε ξύσιμο και έτσι το έξυσε. |
κλαδεύω(courant : un arbre, une haie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Melanie a taillé la haie pour qu'elle soit plus nette. Η Μέλανι κλάδεψε τον φράκτη με τους θάμνους για να τον κάνει να φαίνεται περιποιημένος. |
κόβωverbe transitif (une barbe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Henry taille sa barbe régulièrement. Ο Χένρι τριμάρει τακτικά το μούσι του. |
κουρεύωverbe transitif (γρασίδι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je dois finir de tailler la haie avant qu'il ne pleuve. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το γρασίδι μας κουρεύτηκε από επαγγελματίες. |
κόβω σε κομματάκια(κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω αιχμηρόverbe transitif (crayon) Pourrais-tu taille ce crayon, s'il te plaît ? Μπορείς, σε παρακαλώ να ξύσεις το μολύβι; |
κλαδεύωverbe transitif (une plante) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jardinier a taillé l'arbre. |
κλαδεύωverbe transitif (Jardinage) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jardinier a soigneusement taillé les haies. |
κλαδεύω(arbre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ποια είναι η καλύτερη εποχή για να κλαδέψω τις μηλιές; |
σκίζω, σχίζω(un vêtement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Πώλα έσχισε το μαξιλάρι και τράβηξε έξω το γέμισμα. |
κόβω(avec des ciseaux) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πελεκώ, λαξεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le charpentier coupa (or: tailla) le morceau de bois avec grande industrie. |
σκαλίζωverbe transitif (une statue) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μετράω, μετρώ(précis) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu devrais mesurer la surface au sol avant de commander la moquette. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να σου πάρουμε τα μέτρα για το φόρεμα της παρανύφου. |
ξύστρα(για μολύβι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a un taille-crayons à l'intérieur de la porte de la salle de classe. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μπορώ να δανειστώ την ξύστρα σου; |
τετράπλευρο ιστίοnom masculin (ναυτικό εξάρτημα) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χορτοκοπτικόnom masculin invariable (outil de jardin) (εργαλείο) |
εργαλείο για κούρεμα ή κλάδεμαnom masculin (κηπουρική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξύστρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mine du crayon de Jake était cassée alors il a dû utiliser son taille-crayon. Η μύτη του μολυβιού του Τζέικ έσπασε κι έτσι χρησιμοποίησε την ξύστρα του. |
μειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μέγεθος δείγματος(ρούχα, μέγεθος) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μικρό μέγεθος
|
κλαδευτήριnom masculin (outil) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπριγιάν(diamant taillé) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
παραμεγαλωμένοςlocution adjectivale (plante,...) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le lierre qui n'a pas été taillé a recouvert l'extérieur du bâtiment. |
μεσαίου μεγέθουςlocution adjectivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υπερμεγέθης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Isabel prétend avoir vu une araignée géante dans la salle de bain. |
φτιαγμένος για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand il s'est fait arrêter une deuxième fois par la police, il a compris qu'il n'était pas fait pour le crime. |
παιδικόςlocution adjectivale (αναφορά στο μέγεθος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ειδική παραγγελίαlocution adjectivale On a acheté ces moulures de plafond taillées sur mesure donc c'était rapide à installer. |
χαμηλοκάβαλοςlocution adjectivale (vêtements) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ma fille n'a que dix ans, mais elle met déjà des pantalons taille basse ! |
μεσαίου μήκους, μέτριου μήκους
|
μέτριου ύψους, μεσαίου ύψους
|
μεγάλου μεγέθουςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
από τη μέση και κάτω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
-σωμος(άτομο) |
μεγέθουςlocution adjectivale (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεσαίου μεγέθουςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Le Fokker 100 est un avion de taille moyenne. |
στο ύψος της μέσης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέχρι τη μέσηlocution verbale (liquide) (για υγρά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La rivière arrive à la taille (or: monte jusqu'à la taille) ici. |
μεσαίου μεγέθουςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
εύλογου μεγέθουςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
με... μέση(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανίκανος να κάνω κτ, ανήμπορος να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πόσο μεγάλο;(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Πόσο μεγάλη μερίδα θέλεις από αυτό το σοκολατένιο κέικ; Πόσο μεγάλο είναι το κρουαζιερόπλοιο; |
κατάλληλος για να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle n'était pas faite pour être médecin. |
περιφέρειαnom masculin (d'une personne) (ανθρώπινου σώματος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le tailleur va prendre votre tour de poitrine et votre tour de taille. |
λαξευτός λίθοςnom féminin (για τοιχοποιία) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
μέτωπο εκσκαφήςnom masculin (σε ανθρακορυχείο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μέγεθος γραμματοσειράςnom féminin (Η/Υ, τυπογραφία) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Augmente la taille de la police et je pourrai peut-être la lire. Αν μεγαλώσεις το μέγεθος της γραμματοσειράς, μπορεί και να καταφέρω να το διαβάσω! |
μεγάλο μέγεθοςnom féminin La grande taille de ce véhicule le rend difficile à garer dans une place de parking ordinaire. Du fait de sa grande taille, il est difficile de lui trouver des vêtements de prêt-à-porter à sa taille. |
κανονικού μεγέθους, συνήθους μέγέθους
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
τυχαίο ποσόnom masculin (Finance) (χρηματιστήριο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εγχάραξη σε χαλύβδινη πλάκαnom féminin (gravure) (μεταλλοτεχνία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μέγεθος στόλουnom féminin (οχήματα, πλοία) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μέγεθος δείγματοςnom féminin (δειγματοληψία) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La taille de l'échantillon ne suffit pas à garantir sa représentativité. |
περιφέρεια μέσηςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pour ne pas se tromper en achetant une ceinture, mieux vaut connaître le tour de taille de la personne qui la portera. |
σωματότυπος κλεψύδρα(Mode) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Elle a cette morphologie en huit que certains hommes aiment. |
μικρό μέγεθοςnom féminin |
χαραγμένο γυαλί
|
περίμετρος(d'une personne) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέγεθος της οικογένειαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του taille στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του taille
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.