Τι σημαίνει το tant στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tant στο Γαλλικά.

Η λέξη tant στο Γαλλικά σημαίνει τόσο, τόσο πολύ, πάρα, τόσο πολύ, τόσο συχνά, τόσο πολύ, λιγότερο, όχι τόσο πολύ, τόσοι πολλοί, πολυπόθητος, πολυαναμενόμενος, όσο τραβάει η όρεξη σου, εφόσον, αρκεί να, ως πληρεξούσιος κπ, ως αντιπρόσωπος κπ, τόσο ώστε, τόσο που, τόσο το καλύτερο, μπράβο, δεν πειράζει, κρίμα, δε βαριέσαι, τόσο το χειρότερο, με την ιδιότητα του, εκμεταλλεύομαι κτ στο έπακρο, λειτουργώ ως κπ/κτ, προσπαθώ, συγγράφω κτ εκ μέρους κπ άλλου, φτιάχνω πρόχειρα, κινούμαι με βραδύτητα μέσα από, στέλνω κπ να μαθητεύσει, σε τέτοιο βαθμό, σε αυτόν τον βαθμό, πάει και αυτό, συγγραφή εκ μέρους άλλου, σαν μέλος του, συγγράφω εκ μέρους άλλου, κινούμαι με βραδύτητα μέσα από, επαγγελματικά, όσο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ελεύθερος επαγγελματίας, τόσο πολλοί, προχωράω αργά, αντικαθιστώ, κάνω κπ αναπληρωτή, ορίζω κπ αναπληρωτή, παίζω το ρόλο του αντικαταστάτη, προχωράω, αναλαμβάνω, γράφω κτ εκ μέρους κάποιου, γράφω για κπ άλλον, ως, που αρμόζει σε μια σύζυγο, ξακουστός, κάπως, ακριβώς, καλά να πάθεις, κακοτυχία, αυτοαπασχόληση, πάω κούτσα κούτσα, βγαίνω, μπαίνω, εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ, αναθρέφω, ανατρέφω, παρακολουθώ, παίρνω κπ ως μαθητευόμενο, σπρώχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tant

τόσο

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En montrant la tasse à son fils, Paige a dit : « Tu prends tant de farine et tu le mets dans le saladier ».
Δείχνοντας στον γιο της την κούπα η Πέιτζ είπε, «Παίρνεις τόσο αλεύρι και το προσθέτεις στο μπολ.»

τόσο πολύ

adverbe

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
J'aimerais bien que ma sœur ne parle pas autant.
Εύχομαι η αδερφή μου να μην μίλαγε τόσο πολύ.

πάρα

(très) (εμφατικός τύπος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle l'aime tellement.
Τον αγαπάει πάρα πολύ.

τόσο πολύ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τόσο συχνά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τόσο πολύ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Avec autant d'eau par terre, c'est sûr que je vais mouiller mes chaussures.
Είμαι σίγουρος πως θα βρέξω τα παπούτσια μου με τόσο πολύ νερό στο έδαφος.

λιγότερο, όχι τόσο πολύ

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τόσοι πολλοί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il y a tellement de personnes ici que je n'arrive pas à trouver la sortie.
Με τόσους πολλούς ανθρώπους στην αίθουσα δεν μπορώ να βρω την έξοδο.

πολυπόθητος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολυαναμενόμενος

locution adjectivale

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

όσο τραβάει η όρεξη σου

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Posez des questions tant qu'il vous plaira, je n'y répondrai pas.

εφόσον, αρκεί να

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Θα είμαι ικανοποιημένος, αρκεί να βγαίνει κάθε μέρα ο ήλιος.

ως πληρεξούσιος κπ, ως αντιπρόσωπος κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Είμαι εξουσιοδοτημένος να ψηφίσω ως πληρεξούσιος της θείας Σάντι στη συνάντηση των μετόχων.

τόσο ώστε, τόσο που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τόσο το καλύτερο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπράβο

interjection (souvent ironique)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Tu as déjà perdu 5 kg ! Tant mieux pour toi

δεν πειράζει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
– Le repas est raté ! – Ce n'est pas grave. On va prendre à emporter.
«Το δείπνο καταστράφηκε!» «Δεν πειράζει. Θα πάρουμε απέξω.»

κρίμα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Άκουσα ότι ο Τζιμ απολύθηκε από τη δουλειά του, κρίμα!

δε βαριέσαι

interjection (familier)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

τόσο το χειρότερο

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με την ιδιότητα του

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο γιατρός, ως ειδικός, είναι το καταλληλότερο άτομο για να σε συμβουλεύσει για την πορεία της θεραπείας.

εκμεταλλεύομαι κτ στο έπακρο

locution verbale (figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λειτουργώ ως κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle est intervenue en tant que médiatrice mais n'a pas pris part à la décision finale.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το παντελόνι του άντρα το συγκρατούσε ένα κομμάτι σκοινί που έπαιζε τον ρόλο της ζώνης.

προσπαθώ

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγγράφω κτ εκ μέρους κπ άλλου

(potentiellement insultant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φτιάχνω πρόχειρα

Sam a monté à la hâte une équipe pour le match de foot de samedi.

κινούμαι με βραδύτητα μέσα από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En raison du relief accidenté, nous avons été obligés de traverser (tant bien que mal) les lignes ennemies les mieux défendues.

στέλνω κπ να μαθητεύσει

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε τέτοιο βαθμό, σε αυτόν τον βαθμό

locution conjonction

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Φώναξε σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν κουφάθηκα.

πάει και αυτό

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai raté mon examen d'entrée. Tant pis !

συγγραφή εκ μέρους άλλου

(potentiellement insultant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σαν μέλος του

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En tant que membre d'une équipe, vous devez être capable de travailler avec d'autres personnes.
Σαν μέλος της ομάδας πρέπει να μπορείς να συνεργάζεσαι με τα άλλα άτομα.

συγγράφω εκ μέρους άλλου

(potentiellement insultant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κινούμαι με βραδύτητα μέσα από

(véhicule)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επαγγελματικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όσο

Tant qu'il y a de la nourriture, le peuple acceptera n'importe quelle autorité.
Εφόσον υπάρχει αρκετό φαγητό και νερό, ο κόσμος θα δεχτεί κάθε αρχή ή στρατό.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

ελεύθερος επαγγελματίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Avant, je travaillais dans un grand groupe, mais je suis désormais travailleur indépendant.
Παλιά εργαζόμουν για μια μεγάλη εταιρεία αλλά τώρα είμαι ελεύθερος επαγγελματίας.

τόσο πολλοί

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

προχωράω αργά

Le train se traînait dans la gare.

αντικαθιστώ

verbe transitif (κπ στη θέση κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joyce a remplacé Carl en tant que directrice financière.
Η Τζόις αντικατέστησε τον Καρλ στη θέση του διευθυντή οικονομικών.

κάνω κπ αναπληρωτή, ορίζω κπ αναπληρωτή

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίζω το ρόλο του αντικαταστάτη

locution verbale (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προχωράω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai une tonne de travail à faire, mais j'avance tant bien que mal (or: péniblement) à une allure constante. Les affaires ont un peu ralenti pour le moment, mais nous continuons à avancer tant bien que mal.

αναλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom a accédé au poste de directeur (or: a assumé les fonctions de directeur) après le renvoi de Jim.
Ο Τομ ανέλαβε διευθυντής μετά την απόλυση του Τζιμ.

γράφω κτ εκ μέρους κάποιου

(potentiellement insultant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je ne sais pas qui lui a écrit son autobiographie, mais cette personne n'a pas fait un très bon travail.
Όποιος έγραψε εκ μέρους της την αυτοβιογραφία της, δεν έκανε καθόλου καλή δουλειά.

γράφω για κπ άλλον

(potentiellement insultant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ως

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
En tant que professeur dans une zone défavorisée, Jenna avait travaillé avec beaucoup de jeunes en difficulté.
Όντας δασκάλα σε υποβαθμισμένη περιοχή, η Τζένα είχε δουλέψει με πολλά παιδιά που αντιμετώπιζαν προβλήματα.

που αρμόζει σε μια σύζυγο

(rôle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξακουστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En dépit de sa fameuse sagesse, Bertie pouvait se révéler être un idiot lorsqu'il traitait avec des gens.

κάπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mark avait besoin de sa voiture pour travailler, donc il devait d'une manière ou d'une autre trouver un moyen de payer les réparations.
Ο Μαρκ χρειαζόταν το αυτοκίνητο για τη δουλειά του, γι' αυτό έπρεπε με κάποιο τρόπο να πληρώσει την επισκευή.

ακριβώς

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le restaurant n'a pas de menu sans gluten en tant que tel mais ils ont des salades et d'autres plats sans blé.
Το εστιατόριο δεν έχει ακριβώς μενού χωρίς γλουτένη, διαθέτει όμως σαλάτες και άλλα πιάτα χωρίς σιτάρι.

καλά να πάθεις

κακοτυχία

(familier)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοαπασχόληση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πάω κούτσα κούτσα

(ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Un des moteurs de l'avion est tombé en panne et nous avons volé tant bien que mal jusqu'à la ville la plus proche pour un atterrissage d'urgence.

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le train s'est arrêté au quai et tous les passagers sont sortis (or: descendus).

μπαίνω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pièce était petite et on était un peu à l'étroit, mais tout le monde est entré.

εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pour le moment je travaille comme (or: en tant que) serveuse dans un bar à cocktails, mais je veux devenir actrice.

αναθρέφω, ανατρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont décidé d'accueillir les deux orphelins.

παρακολουθώ

verbe transitif indirect (Éducation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elsa étudie la biologie, mais elle assiste également à des cours d'art en tant qu'auditrice libre.

παίρνω κπ ως μαθητευόμενο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.