Τι σημαίνει το ticking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ticking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ticking στο Αγγλικά.

Η λέξη ticking στο Αγγλικά σημαίνει τικ τακ, επιταγή, λογαριασμός, έλεγχος, τσεκάρω, επαληθεύω ότι/πως, ελέγχω, ελέγχω, επιλέγω, σημειώνω, ψάχνω, ελέγχω, καρό, απόδειξη, καρό, σαχ, μέσο ελέγχου, νι, ελέγχω, κάνω ντούκου, κάνω check, ελέγχω, περιορίζω, σταματώ, ελέγχω, περιορίζω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, παραδίδω, κάνω σαχ σε κτ, μαρκάρω, παραδίδω τις αποσκευές στο check-in, κάνω σαχ, κάνω ρουά, τσιμπούρι, χτύπημα, χτυπάω, χτυπώ, τσεκάρω, τικάρω, νι, μικρή αυξομείωση τιμής, στιγμή, βαμβακερό στρωματσόπανο, που κουτσοδουλεύει, επίπληξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ticking

τικ τακ

noun (sound of clock) (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The ticking from his grandpa's collection of clocks kept Jimmy awake all night.

επιταγή

noun (order for bank to pay)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm going to pay the bill with a check. The winner will receive a cheque for 1 million euros.
Θα πληρώσω τον λογαριασμό με τσεκ. Ο νικητής θα λάβει τσεκ 1 εκατομμυρίου ευρώ.

λογαριασμός

noun (US (restaurant, hotel: amount owed)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The diners asked for the check.
Οι πελάτες του εστιατορίου ζήτησαν τον λογαριασμό.

έλεγχος

noun (inspection, test) (επιθεώρηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The technician is going to perform a check on the car.
Ο μηχανικός θα κάνει έναν έλεγχο στο αυτοκίνητο.

τσεκάρω

transitive verb (with object: verify [sth]) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Always check the date on any dairy products which you're about to buy.
Πάντα να τσεκάρεις την ημερομηνία λήξης στα γαλακτοκομικά προϊόντα που αγοράζεις.

επαληθεύω ότι/πως

transitive verb (with clause: verify) (αν θεωρώ ότι ισχύει)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please check that the balance of my account is at least four hundred dollars.
Παρακαλώ επαληθεύστε ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού μου είναι τουλάχιστον τετρακόσια δολάρια.

ελέγχω

transitive verb (examine, inspect [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The airport staff checked my hand luggage.
Το προσωπικό του αεροδρομίου έλεγξε τη χειραποσκευή μου.

ελέγχω

transitive verb (test [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mechanic is going to check the transmission.
Ο μηχανικός πρόκειται να ελέγξει το κιβώτιο ταχυτήτων.

επιλέγω, σημειώνω

transitive verb (US (mark [sth] with a tick)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Check the box that says "I accept".

ψάχνω

transitive verb (look inside [sth]) (κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"I can't find my keys." "Have you checked your pockets?"
«Δεν μπορώ να βρω τα κλειδιά μου.» «Έχεις ψάξει στις τσέπες σου;»

ελέγχω

transitive verb (check progress, state of [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
How often do you check your e-mail?
Πόσο συχνά τσεκάρεις τα e-mail σου;

καρό

adjective (pattern: checkered)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
He was wearing a blue check shirt and large horn-rimmed glasses.

απόδειξη

noun (US (ticket, token)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The partygoers received a check for their coats.

καρό

noun (pattern with squares)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The skirt was covered in checks.

σαχ

noun (chess move)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The chess player put his opponent in check.

μέσο ελέγχου

noun (person, thing that restrains) (με γενική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The U.S. Congress acts as a check on the president.

νι

noun (check mark against list item, correct answer, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ελέγχω

intransitive verb (investigate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I don't know if I locked the door - would you check?

κάνω ντούκου, κάνω check

intransitive verb (poker)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Are you going to bet or check?

ελέγχω, περιορίζω

transitive verb (restrain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boxer needs to check his aggression.

σταματώ

transitive verb (halt, stop) (γρήγορα, απότομα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The defenders checked the onslaught by the attackers.

ελέγχω, περιορίζω

transitive verb (control) (μειώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Try to check the flow of water by turning the valve.

εμποδίζω, παρεμποδίζω

transitive verb (impede)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The rough terrain checked the progress of the hikers.

παραδίδω

transitive verb (deposit [sth] in safety)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Guests can check their coats at the door.
Οι επισκέπτες μπορούν να παραδώσουν τα παλτό τους στην είσοδο.

κάνω σαχ σε κτ

transitive verb (chess piece: put in check) (σκάκι: απειλώ τον βασιλιά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My opponent moved his knight and I realised he had checked my king.

μαρκάρω

transitive verb (US, Can (hockey: block player)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Never check another hockey player from behind because it could cause a serious spinal injury.

παραδίδω τις αποσκευές στο check-in

transitive verb (baggage: hand in)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We just had enough time to check our bags and run to the gate when we arrived at the airport.

κάνω σαχ, κάνω ρουά

transitive verb (chess opponent: put in check) (σκάκι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In two moves, Kasparov will check the challenger.

τσιμπούρι

noun (blood-sucking arachnid)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ticks carry nasty diseases, so you have to be careful how you remove them.
Τα τσιμπούρια μεταφέρουν άσχημες ασθένειες, για αυτό πρέπει να προσέχεις πώς τα αφαιρείς.

χτύπημα

noun (clock: clicking sound)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The room was silent apart from the tick of the clock.
Στο δωμάτιο επικρατούσε ησυχία πέρα από το χτύπημα του ρολογιού.

χτυπάω, χτυπώ

intransitive verb (clock: make clicking sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The clock ticked, marking the passage of time.
Το ρολόι χτυπούσε σηματοδοτώντας το πέρασμα του χρόνου.

τσεκάρω, τικάρω

transitive verb (UK (put a check mark next to [sth]) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Read through the questions and tick the answers you think are correct.

νι

noun (UK (check mark: list item, correct answer)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Put a tick next to the option that best applies to you.

μικρή αυξομείωση τιμής

noun (stock: small price change) (οικονομία: χρηματιστήριο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The tick is normally 0.01% of the value of the trading unit.
Το ελάχιστο μέγεθος μεταβολής τιμών είναι, συνήθως, το 0,01% της αξίας της μονάδας διαπραγμάτευσης.

στιγμή

noun (UK, informal (instant, moment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sorry to keep you waiting; I'll be with you in a tick.

βαμβακερό στρωματσόπανο

noun (woven fabric used for bed linen) (είδος υφάσματος)

που κουτσοδουλεύει

adjective (functioning, going on)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
At the moment the business is just ticking over, but I'm confident it'll improve once the recession's over.

επίπληξη

noun (UK, informal (reprimand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I got a ticking-off for talking during French class.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ticking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.