Τι σημαίνει το tira στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tira στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tira στο πορτογαλικά.

Η λέξη tira στο πορτογαλικά σημαίνει λωρίδα, μπάτσος, μπατσίνα, λωρίδα, τιραντάκι, μπάτσος, μπατσίνα, κορδόνι, λουρί, θηλιά, γιρλάντα, λουρί, λωρίδα, ορεκτικό, κάτι να τσιμπήσω, μη με υπολογίζεις, κινηματογραφική ταινία, ζώνη υφάσματος, αντλία στήθους, ορεκτικό, ζώνη ασφαλείας, στικ κοτόπουλου, στικ κοτόπουλο, στικ κοτόπουλο πανέ, ορεκτικό, λουρί ακονίσματος, λωρίδα φιλμ, κομμάτι του παντελονιού που πιάνει κάτω από τη φτέρνα, ξυλάκι ή χαρτόνι για άναμμα, κόμικς, κόμιξ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tira

λωρίδα

substantivo feminino (pedaço comprido)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rasgue uma tira de papel.
Σκίσε μια λωρίδα χαρτί.

μπάτσος, μπατσίνα

(BRA: gíria, policial/polícia) (ανεπ, ενίοτε μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
O tira me pediu para sair do carro.
Ο μπάτσος μου ζήτησε να βγω από το αυτοκίνητό μου.

λωρίδα

substantivo feminino (tecido: faixa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O vestido tem uma franja em babado na cintura.

τιραντάκι

(fina tira de ombros em vestes femininas)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπάτσος, μπατσίνα

substantivo masculino, substantivo feminino (gíria: policial) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

κορδόνι, λουρί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A caixa foi fechada com uma tira de couro.
Το κουτί ήταν δεμένο με ένα δερμάτινο λουρί.

θηλιά

substantivo feminino (sapato: bota) (επάνω σε μπότα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γιρλάντα

substantivo feminino (μεταφορικά, λόγιος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λουρί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gavin amarrou o tronco usando correias.
Ο Γκάβιν έδεσε το μπαούλο με λουριά.

λωρίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O chefe recheou a abobrinha com carne de carneiro moída e depois colocou uma cobertura grossa de iogurte.

ορεκτικό

(κυρίως στην Ελλάδα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gostaria de pedir uma entrada antes do prato principal?
Θα θέλατε να παραγγείλετε κάποιο ορεκτικό πριν το κυρίως πιάτο;

κάτι να τσιμπήσω

(informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paulo foi ao bar para tomar uma e fazer um lanchinho.
Ο Πωλ πήγε στο μπαρ για μπύρα και κάτι να τσιμπήσει.

μη με υπολογίζεις

interjeição (informal) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μη με υπολογίζεις! Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να πληρώσω το φαγητό εκεί.

κινηματογραφική ταινία

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ζώνη υφάσματος

(ραπτική)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αντλία στήθους

(για το μητρικό γάλα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ορεκτικό

substantivo masculino (aperitivo leve servido antes da refeição)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Αν χορτάσεις με τα ορεκτικά, δεν θα έχεις χώρο για το βραδινό.

ζώνη ασφαλείας

substantivo feminino (tira lateral de um cinto de segurança) (διαγώνιο τμήμα ζώνης ασφαλείας)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Με σφίγγει λίγο η ζώνη ασφαλείας. Μπορείς να τη ρυθμίσεις, σε παρακαλώ;

στικ κοτόπουλου, στικ κοτόπουλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στικ κοτόπουλο πανέ

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ορεκτικό

substantivo masculino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A banda de abertura foi só um tira-gosto para empolgar a plateia para o evento principal.
Η μπάντα που έπαιξε πρώτη ήταν απλώς το ορεκτικό, ώστε το πλήθος να ξεσηκωθεί για τον σταρ.

λουρί ακονίσματος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λωρίδα φιλμ

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κομμάτι του παντελονιού που πιάνει κάτω από τη φτέρνα

(calças: tipo estribo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξυλάκι ή χαρτόνι για άναμμα

substantivo feminino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
O professor de química usou uma tira de papel enrolada para acender o bico de Bunsen.

κόμικς, κόμιξ

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Eu sempre leio as tiras antes de qualquer outra coisa.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tira στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.