Τι σημαίνει το tourner στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tourner στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tourner στο Γαλλικά.

Η λέξη tourner στο Γαλλικά σημαίνει γυρίζω, περιστρέφομαι, γυρίζω, γυρίζω, στρίβω, γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω, χαλάω, ξινίζω, στρίβω, στρίβω, στρίβω, δίνω σχήμα, τορνεύω, τορνάρω, διατυπώνω, που στριφογυρίζει, που στριφογυρνάει, ζαλισμένος, συγχυσμένος, περιστρέφομαι, ξινίζω, περιστρέφομαι, ξινίζω, περιστρέφομαι, γυρίζω, γυρίζω, στρίβω, περιστρέφω, βγαίνω, ξεφεύγω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ, περιστρέφω, εξελίσσομαι, στρίβω, ξινίζω, γυρίζω, στρίβω, λειτουργώ, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, φτιάχνω, κάνω το γύρο, κάνω τον κύκλο, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, στρίβω, γυρίζω, στρίβω, γυρίζω, γυρίζω, περιστρέφομαι, χαλασμένος, παίρνω, αλλοιώνομαι, χαλάω, ξυνίζω, μπαγιατεύω, περιστρέφομαι, περιστρέφω, γυρίζω προς κτ, στρέφομαι, στρίβω σε κτ, διακωμωδώ, σατιρίζω, γελοιοποιώ, διακωμωδώ, ξεπερνώ, ξεχνώ, στριφογύρισμα, που κουτσοδουλεύει, υπό κατασκευή, τέλος, τέρμα, υπεκφυγή, κακός, υπεκφεύγω, πάω καλά, έχω λίγη δουλειά, κάνω το κεφάλι κπ να γυρίζει, είμαι σε τροχιά γύρω από τη γη, στρίβω, στρέφομαι σε κπ για βοήθεια, τρελαίνομαι, στριφογυρίζω, τραβώ την προσοχή, τρέχω γύρω-γύρω, προσέχω τα βήματά μου, στρίβω αριστερά, στρίβω δεξιά, γυρίζω σε ύπτια θέση, γίνομαι πικρόχολος, αυτόνομος, ανεξάρτητος, κοιτάζω προς, πάω καλά, κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλον, είμαι στο ρελαντί, κοροϊδεύω, κοροϊδεύω, περιγελώ, γοητεύω, σαγηνεύω, εγκαταλείπω, φέρνω σε θέση πρηνισμού, ζαλίζω, μοιράζω, το σκάω, το βάζω στα πόδια, απορρίπτω, αρνούμαι, καταφεύγω, προστρέχω, πηγαίνω, απευθύνομαι, επικεντρώνομαι σε κπ/κτ, περιστρέφομαι γύρω από κτ, κακός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tourner

γυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La tête de l'homme tourna et il me vit.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αν γυρίσεις από την άλλη θα δεις το μαγαζί που σου έλεγα.

περιστρέφομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le volant tourne quand le courant est branché.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι τροχοί του αυτοκινήτου στριφογύριζαν σαν δαιμονισμένοι.

γυρίζω

verbe intransitif (sur un axe : planète,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est incroyable comme le monde ne s'arrête pas de tourner.

γυρίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les disques vinyle tournent sur une platine.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Καθώς ο δίσκος άρχισε να γυρίζει στο πικάπ, μουσική γέμισε το δωμάτιο.

στρίβω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
À la prochaine intersection, tournez à gauche.
Στο τέλος του τετραγώνου, στρίψε αριστερά.

γυρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a tourné le vase pour qu'il fasse face à la pièce.
Γύρισε το βάζο ώστε να κοιτάει προς το δωμάτιο.

γυρίζω

verbe intransitif (tête) (μεταφορικά: το κεφάλι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Helena avait la tête qui tournait à essayer de digérer toutes les informations. Ces montagnes russes me font tourner la tête.
Αυτό το τρενάκι με κάνει να ζαλίζομαι.

γυρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tourner ce vase nous permettrait de voir le motif.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μετά το γύρισμα τον μαξιλαριών, ο καναπές φαινόταν λιγότερο φθαρμένος.

χαλάω, ξινίζω

verbe intransitif (devenir aigre : lait,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le lait a tourné.
Το γάλα έχει χαλάσει (or: ξινίσει).

στρίβω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous nous dirigerons vers le nord une fois que nous aurons tourné.

στρίβω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le bateau commence à tourner.

στρίβω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La route tournait.

δίνω σχήμα

verbe transitif (façonner, usiner)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce sculpteur tourne le bois merveilleusement.

τορνεύω, τορνάρω

verbe transitif (usiner)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le menuisier a tourné quatre pieds de table.

διατυπώνω

verbe transitif (exprimer : une phrase)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Shakespeare savait comment tourner une phrase.

που στριφογυρίζει, που στριφογυρνάει

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζαλισμένος, συγχυσμένος

(tête)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ma tête se met à tourner quand je pense à tout le travail que j'ai à faire.
Το κεφάλι μου γυρίζει όποτε σκέφτομαι πόση δουλειά έχω να κάνω.

περιστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La lumière se déplace autour de la terre qui tourne.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στο ηλιακό σύστημα, οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο.

ξινίζω

verbe intransitif (lait)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιστρέφομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξινίζω

verbe intransitif (lait,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu laisses reposer le lait à température ambiante, il va tourner.

περιστρέφομαι, γυρίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le bébé regardait la toupie tourner et riait. Chacun des chevaux magnifiquement peints redevenait visible avec le manège qui tournait.
Το μωρό έβλεπε την κορυφή να γυρνάει και γελούσε.

γυρίζω, στρίβω, περιστρέφω

verbe transitif (une manivelle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous faites marcher cette lampe de poche en tournant la manivelle.

βγαίνω, ξεφεύγω

verbe intransitif (voiture)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La voiture tourna dans la mauvaise voie et entra en collision avec un poids lourd.

περιστρέφομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les yeux d'Edward tournaient en essayant de voir tous les coins de la pièce en même temps.

περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La Terre tourne autour du soleil.
Η γη περιφέρεται γύρω από τον ήλιο.

περιστρέφω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tournez les boulons jusqu'à ce qu'ils soient serrés au maximum.
Περίστρεψε τα παξιμάδια μέχρι να σφίξουν εντελώς.

εξελίσσομαι

(με επίρρημα ή σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι πωλήσεις μας αρχίζουν να διαμορφώνονται θετικά. Σύντομα, θα έχουμε κέρδος και πάλι.

στρίβω

(route)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Prenez la première à droite après que la route ait fait un coude sur la gauche.

ξινίζω

verbe intransitif (lait)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Το γάλα ξίνισε, επειδή ο Μπεν ξέχασε να το ξαναβάλει στο ψυγείο.

γυρίζω

verbe intransitif (tête) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mark virevolta encore et encore jusqu'à ce que sa tête se mette à tourner.
Ο Μαρκ έκανε σβούρες γύρω γύρω μέχρι που το κεφάλι του γύριζε.

στρίβω

(route)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Κάνε αριστερά μετά από εκεί που στρίβει ο δρόμος.

λειτουργώ

verbe intransitif (familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cela demande pas mal d'énergie de faire tourner cette affaire.

περιστρέφομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La terre tourne autour de son axe.

περιστρέφομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La girouette tournait avec le vent.

φτιάχνω

verbe transitif (Poterie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle adore tourner des vases à son cours de poterie.

κάνω το γύρο, κάνω τον κύκλο

verbe intransitif (en voiture) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un pick-up marron tournait dans le quartier depuis un quart d'heure.

περιστρέφομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στρίβω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La route tournait (or: serpentait) à travers les montagnes.
Ο δρόμος ελισσόταν μέσα στα βουνά.

γυρίζω, στρίβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il faut le tourner (or: le visser) dans l'autre sens sinon cela ne marchera pas.
Πρέπει να το στρίψεις (or: γυρίσεις) προς την άλλη πλευρά, αλλιώς δεν θα πιάσει.

γυρίζω

verbe transitif (Cinéma) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils tournent le film au Canada.
Γυρίζουν την ταινία στον Καναδά.

γυρίζω

verbe intransitif (Cinéma)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ils ont tourné toute la journée, mais ont fini pas avoir les scènes qu'ils voulaient.

περιστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le bras de la grue a pivoté pour prendre la cargaison.

χαλασμένος

(τρόφιμο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ce fruit sent mauvais. Il doit être pourri.
Το φρούτο μυρίζει λίγο περίεργα. Ίσως έχει μουχλιάσει.

παίρνω

(un virage) (μτφ: τη στροφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La voiture de sport prit le virage rapidement.
Το αγωνιστικό αυτοκίνητο πήρε πολύ γρήγορα τη στροφή.

αλλοιώνομαι, χαλάω, ξυνίζω, μπαγιατεύω

(nourriture) (φαγητό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le frigo est tombé en panne et la nourriture s'est gâtée.

περιστρέφομαι

(feuilles mortes, neige, personne...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι ρόδες του ποδηλάτου γυρνούσαν ολοένα και πιο γρήγορα καθώς ο Νταν κατέβαινε με ταχύτητα τον λόφο.

περιστρέφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fais tourner la roue aussi vite que tu peux.
Γύρνα τον τροχό όσο πιο γρήγορα μπορείς.

γυρίζω προς κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tournez-vous tous vers les écrans. Tournez-vous vers la droite pour voir le monument.
Γυρίστε όλοι προς τις οθόνες σας. Παρακαλώ γυρίστε προς τα αριστερά για να δείτε το μνημείο.

στρέφομαι

(σε κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tournons-nous maintenant vers l'ordre du jour de la réunion de la semaine prochaine.

στρίβω σε κτ

Au bout de la rue, tournez dans l'allée.
Στο τέλος του δρόμου στρίψε στο δρομάκι του σπιτιού.

διακωμωδώ, σατιρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le dessinateur de bandes dessinées ridiculise souvent les dirigeants importants du gouvernement.

γελοιοποιώ, διακωμωδώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En 1962 et 63, l'émission « That was the week that was » parodiait les politiciens sur la BBC.

ξεπερνώ, ξεχνώ

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il m'a fallu des mois pour oublier Jake après notre rupture. Il va l'oublier une fois qu'il aura recommencé à sortir avec des filles.
Μου πήρε μήνες να ξεπεράσω τον Τζέικ μετά τον χωρισμό μας. Θα την ξεχάσει μόλις αρχίσει να βγαίνει έξω πάλι.

στριφογύρισμα

(torsion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

που κουτσοδουλεύει

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Actuellement, l'entreprise tourne au ralenti mais je suis sûr que cela va repartir quand la récession sera finie.

υπό κατασκευή

(projet,...)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τέλος, τέρμα

(figuré)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
N'ayant pas été capable d'assister aux funérailles, David s'est rendu sur la tombe de son père afin de pouvoir faire son deuil.
Εφόσον δεν μπόρεσε να πάει στην κηδεία, ο Ντέιβιντ επισκέφθηκε αργότερα τον τάφο του πατέρα του για να βάλει ένα τέλος.

υπεκφυγή

locution verbale (figuré, familier)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κακός

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπεκφεύγω

locution verbale (figuré, familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arrête de tourner autour du pot et donne-moi la vraie raison !

πάω καλά

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Annie espérait que son projet allait bien tourner et qu'elle aurait une bonne note.
Η Άννυ ήλπιζε να πάει καλά η εργασία για να πάρει καλό βαθμό.

έχω λίγη δουλειά

(magasins)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω το κεφάλι κπ να γυρίζει

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι σε τροχιά γύρω από τη γη

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Les satellites orbitent autour de la Terre. La Lune orbite autour de la Terre.

στρίβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στρέφομαι σε κπ για βοήθεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρελαίνομαι

(personne) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στριφογυρίζω

(dans son lit)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τραβώ την προσοχή

locution verbale (figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρέχω γύρω-γύρω

(dans une discussion) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσέχω τα βήματά μου

(familier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στρίβω αριστερά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Déporte-toi sur l'autre file pour te préparer à tourner à gauche quand le feu sera vert. Je ne comprends pas pourquoi je suis perdu : j'ai bien tourné à gauche après la piscine, comme tu m'as dit.

στρίβω δεξιά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Déporte-toi sur l'autre file pour te préparer à tourner à droite quand le feu sera vert.

γυρίζω σε ύπτια θέση

(rare)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γίνομαι πικρόχολος

verbe intransitif (fig, fam, situation)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Malheureusement, beaucoup de mariages tournent au vinaigre avec le temps.

αυτόνομος, ανεξάρτητος

verbe intransitif (Informatique, familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Une fois lancée, l'application tourne toute seule.

κοιτάζω προς

Sue ne savait pas quoi faire et s'est tournée vers Mark, qui était assis à sa gauche.
Καθώς δεν ήταν σίγουρη για το τι να κάνει, η Σου έστρεψε το βλέμμα προς τον Μαρκ ο οποίος κάθονταν στ' αριστερά της.

πάω καλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'avais prévu de déménager à Paris si tout allait bien, mais mes investissements n'ont pas marché comme prévu.
Ήλπιζα να μετακομίσω στο Παρίσι εάν όλα πήγαιναν καλά, αλλά οι επενδύσεις μου δεν απέδωσαν.

κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλον

verbe pronominal (μεταφoρικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Au Nouvel An, nous sommes beaucoup à nous tourner vers l'avenir et à réfléchir aux changements positifs que nous pouvons apporter durant l'année à venir.
Την Πρωτοχρονιά, σε πολλούς από εμάς αρέσει να κοιτάζουμε μπροστά (or: να κοιτάζουμε στο μέλλον) και να σκεφτόμαστε τις θετικές αλλαγές που μπορούμε να κάνουμε τη χρονιά που έρχεται.

είμαι στο ρελαντί

locution verbale (moteur) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοροϊδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'humoriste s'est moqué du politicien.
Ο κωμικός κορόιδεψε τον πολιτικό.

κοροϊδεύω, περιγελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les collègues de Louie le raillaient (or: ridiculisaient) constamment.

γοητεύω, σαγηνεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εγκαταλείπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Honte à toi pour avoir tourné le dos à tes amis après un désaccord aussi insignifiant.

φέρνω σε θέση πρηνισμού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζαλίζω

(κυριολεκτικά, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les baisers de son copain lui donnaient toujours le vertige.

μοιράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont fait passer des sandwichs et des boissons à la fête.

το σκάω, το βάζω στα πόδια

locution verbale (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle a vite tourné les talons quand elle a vu le criminel armé.

απορρίπτω, αρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταφεύγω, προστρέχω, πηγαίνω, απευθύνομαι

(figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je suis dans une situation si désespérée que je ne sais plus vers qui me tourner.
Είμαι σε τόσο άσχημη κατάσταση που δεν ξέρω σε ποιον να καταφύγω. Μην καταφύγεις σε αυτόν για βοήθεια. Δε μπορείς να τον εμπιστευτείς.

επικεντρώνομαι σε κπ/κτ

περιστρέφομαι γύρω από κτ

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κακός

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tourner στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του tourner

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.