Τι σημαίνει το tournant στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tournant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tournant στο Γαλλικά.
Η λέξη tournant στο Γαλλικά σημαίνει περιστρεφόμενος, αποφασιστικός, κρίσιμος, περιστρεφόμενος, σημείο καμπής, κρίσιμη καμπή, αριστερόστροφος, κυλιόμενος, αλλαγή, ορόσημο, κρίσιμη χρονική στιγμή, κρίσιμο σημείο, στροφή, περιστρεφόμενος, με στροφές, περιστρεφόμενος, που στριφογυρίζει, που στριφογυρνάει, ζαλισμένος, συγχυσμένος, γυρίζω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, ξινίζω, περιστρέφομαι, ξινίζω, περιστρέφομαι, γυρίζω, γυρίζω, στρίβω, περιστρέφω, γυρίζω, βγαίνω, ξεφεύγω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ, γυρίζω, περιστρέφω, εξελίσσομαι, στρίβω, στρίβω, ξινίζω, γυρίζω, γυρίζω, στρίβω, γυρίζω, γυρίζω, λειτουργώ, χαλάω, ξινίζω, στρίβω, στρίβω, στρίβω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, δίνω σχήμα, τορνεύω, τορνάρω, διατυπώνω, φτιάχνω, κάνω το γύρο, κάνω τον κύκλο, περιστρέφομαι, χαλασμένος, παίρνω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, στρίβω, γυρίζω, στρίβω, γυρίζω, γυρίζω, αλλοιώνομαι, χαλάω, ξυνίζω, μπαγιατεύω, περιστρέφομαι, καθοριστικός, ανοδική κίνηση, ελαφριά στροφή, μεγάλη ευκαιρία, αλλαγή του αιώνα, υπολογισμός κύκλου, περιστρεφόμενος δίσκος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tournant
περιστρεφόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Ο περιστρεφόμενος κάδος σταμάτησε μόλις τελείωσε ο κύκλος πλυσίματος. |
αποφασιστικός, κρίσιμοςnom masculin (figuré) (σημείο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai l'impression que je suis arrivé à un tournant de ma vie. Νομίζω ότι βρίσκομαι σε ένα κρίσιμο στάδιο της ζωής μου. |
περιστρεφόμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Nous avons dîné autour d'une table tournante. |
σημείο καμπήςnom masculin (moment décisif) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le Civil Rights Act de 1964 a été un tournant dans la lutte pour l'égalité entre tous les Américains. Ο νόμος του 1964 για τα πολιτικά δικαιώματα ήταν σημείο καμπής στη μάχη για ισότητα για όλους τους Αμερικάνους. |
κρίσιμη καμπήnom masculin Cet accident a constitué un tournant pour notre société : nous avons dû choisir entre faire de la sécurité notre priorité ou continuer comme avant. |
αριστερόστροφοςadjectif (vent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le vent tournant souffle dans le sens inverse des aiguilles d'une montre, contrairement au vent virant. |
κυλιόμενοςadjectif (par étape) (μεταφορικά) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Le travail à l'usine a été perturbé par deux semaines de grèves tournantes. |
αλλαγήnom masculin (période) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette voiture est du tournant du siècle. |
ορόσημοnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ce moment est un tournant dans l'histoire de notre pays. Αυτή η στιγμή αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της χώρας μας. |
κρίσιμη χρονική στιγμήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les négociations ont atteint un tournant (or: moment critique) quand la date limite a approché sans qu'aucune décision n'ait été prise. |
κρίσιμο σημείοnom masculin (figuré) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Le gouvernement arrive à un tournant : il doit agir maintenant. Η κυβέρνηση έφτασε σε κρίσιμο σημείο, πρέπει να δράσει τώρα. |
στροφή(route) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ada a pris un tournant sur la route qui semblait la ramener dans la même direction qu'elle venait d'emprunter ; elle était certaine d'être perdue. Η Άντα έφτασε σε μια στροφή του δρόμου που φαινόταν να την οδηγεί πίσω προς την κατεύθυνση από την οποία ήρθε· ήταν σίγουρη πως είχε χαθεί. |
περιστρεφόμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με στροφέςadjectif (δρόμος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περιστρεφόμενοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
που στριφογυρίζει, που στριφογυρνάειverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζαλισμένος, συγχυσμένος(tête) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ma tête se met à tourner quand je pense à tout le travail que j'ai à faire. Το κεφάλι μου γυρίζει όποτε σκέφτομαι πόση δουλειά έχω να κάνω. |
γυρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La tête de l'homme tourna et il me vit. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αν γυρίσεις από την άλλη θα δεις το μαγαζί που σου έλεγα. |
περιστρέφομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le volant tourne quand le courant est branché. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι τροχοί του αυτοκινήτου στριφογύριζαν σαν δαιμονισμένοι. |
περιστρέφομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La lumière se déplace autour de la terre qui tourne. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στο ηλιακό σύστημα, οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο. |
ξινίζωverbe intransitif (lait) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περιστρέφομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξινίζωverbe intransitif (lait,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si tu laisses reposer le lait à température ambiante, il va tourner. |
περιστρέφομαι, γυρίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le bébé regardait la toupie tourner et riait. Chacun des chevaux magnifiquement peints redevenait visible avec le manège qui tournait. Το μωρό έβλεπε την κορυφή να γυρνάει και γελούσε. |
γυρίζω, στρίβω, περιστρέφωverbe transitif (une manivelle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous faites marcher cette lampe de poche en tournant la manivelle. |
γυρίζωverbe intransitif (sur un axe : planète,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est incroyable comme le monde ne s'arrête pas de tourner. |
βγαίνω, ξεφεύγωverbe intransitif (voiture) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La voiture tourna dans la mauvaise voie et entra en collision avec un poids lourd. |
περιστρέφομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les yeux d'Edward tournaient en essayant de voir tous les coins de la pièce en même temps. |
περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La Terre tourne autour du soleil. Η γη περιφέρεται γύρω από τον ήλιο. |
γυρίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les disques vinyle tournent sur une platine. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Καθώς ο δίσκος άρχισε να γυρίζει στο πικάπ, μουσική γέμισε το δωμάτιο. |
περιστρέφω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tournez les boulons jusqu'à ce qu'ils soient serrés au maximum. Περίστρεψε τα παξιμάδια μέχρι να σφίξουν εντελώς. |
εξελίσσομαι(με επίρρημα ή σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Οι πωλήσεις μας αρχίζουν να διαμορφώνονται θετικά. Σύντομα, θα έχουμε κέρδος και πάλι. |
στρίβωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À la prochaine intersection, tournez à gauche. Στο τέλος του τετραγώνου, στρίψε αριστερά. |
στρίβω(route) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Prenez la première à droite après que la route ait fait un coude sur la gauche. |
ξινίζωverbe intransitif (lait) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Το γάλα ξίνισε, επειδή ο Μπεν ξέχασε να το ξαναβάλει στο ψυγείο. |
γυρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a tourné le vase pour qu'il fasse face à la pièce. Γύρισε το βάζο ώστε να κοιτάει προς το δωμάτιο. |
γυρίζωverbe intransitif (tête) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mark virevolta encore et encore jusqu'à ce que sa tête se mette à tourner. Ο Μαρκ έκανε σβούρες γύρω γύρω μέχρι που το κεφάλι του γύριζε. |
στρίβω(route) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Κάνε αριστερά μετά από εκεί που στρίβει ο δρόμος. |
γυρίζωverbe intransitif (tête) (μεταφορικά: το κεφάλι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Helena avait la tête qui tournait à essayer de digérer toutes les informations. Ces montagnes russes me font tourner la tête. Αυτό το τρενάκι με κάνει να ζαλίζομαι. |
γυρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tourner ce vase nous permettrait de voir le motif. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μετά το γύρισμα τον μαξιλαριών, ο καναπές φαινόταν λιγότερο φθαρμένος. |
λειτουργώverbe intransitif (familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cela demande pas mal d'énergie de faire tourner cette affaire. |
χαλάω, ξινίζωverbe intransitif (devenir aigre : lait,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le lait a tourné. Το γάλα έχει χαλάσει (or: ξινίσει). |
στρίβωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous nous dirigerons vers le nord une fois que nous aurons tourné. |
στρίβωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le bateau commence à tourner. |
στρίβωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La route tournait. |
περιστρέφομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La terre tourne autour de son axe. |
περιστρέφομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La girouette tournait avec le vent. |
δίνω σχήμαverbe transitif (façonner, usiner) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce sculpteur tourne le bois merveilleusement. |
τορνεύω, τορνάρωverbe transitif (usiner) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le menuisier a tourné quatre pieds de table. |
διατυπώνωverbe transitif (exprimer : une phrase) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Shakespeare savait comment tourner une phrase. |
φτιάχνωverbe transitif (Poterie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle adore tourner des vases à son cours de poterie. |
κάνω το γύρο, κάνω τον κύκλοverbe intransitif (en voiture) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un pick-up marron tournait dans le quartier depuis un quart d'heure. |
περιστρέφομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le bras de la grue a pivoté pour prendre la cargaison. |
χαλασμένος(τρόφιμο) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ce fruit sent mauvais. Il doit être pourri. Το φρούτο μυρίζει λίγο περίεργα. Ίσως έχει μουχλιάσει. |
παίρνω(un virage) (μτφ: τη στροφή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La voiture de sport prit le virage rapidement. Το αγωνιστικό αυτοκίνητο πήρε πολύ γρήγορα τη στροφή. |
περιστρέφομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περιστρέφομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
στρίβωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La route tournait (or: serpentait) à travers les montagnes. Ο δρόμος ελισσόταν μέσα στα βουνά. |
γυρίζω, στρίβωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut le tourner (or: le visser) dans l'autre sens sinon cela ne marchera pas. Πρέπει να το στρίψεις (or: γυρίσεις) προς την άλλη πλευρά, αλλιώς δεν θα πιάσει. |
γυρίζωverbe transitif (Cinéma) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils tournent le film au Canada. Γυρίζουν την ταινία στον Καναδά. |
γυρίζωverbe intransitif (Cinéma) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils ont tourné toute la journée, mais ont fini pas avoir les scènes qu'ils voulaient. |
αλλοιώνομαι, χαλάω, ξυνίζω, μπαγιατεύω(nourriture) (φαγητό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le frigo est tombé en panne et la nourriture s'est gâtée. |
περιστρέφομαι(feuilles mortes, neige, personne...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Οι ρόδες του ποδηλάτου γυρνούσαν ολοένα και πιο γρήγορα καθώς ο Νταν κατέβαινε με ταχύτητα τον λόφο. |
καθοριστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce volontariat en Amérique centrale a bouleversé ma vie (or: a changé ma vie). |
ανοδική κίνησηnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελαφριά στροφήnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ne tourne pas à gauche ; suis le léger virage (or: léger tournant) à gauche. |
μεγάλη ευκαιρία
|
αλλαγή του αιώναnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Au tournant du siècle, la reine Victoria était encore sur le trône. |
υπολογισμός κύκλουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
περιστρεφόμενος δίσκοςnom masculin (σε ντουλάπι) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tournant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του tournant
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.