Τι σημαίνει το tout en στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tout en στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tout en στο Γαλλικά.

Η λέξη tout en στο Γαλλικά σημαίνει όλος, όλα, όλος, το παν, όλος, το παν, όλοι, όλος, όλος, ολόκληρος, όλος, όλα, εντελώς, παντελώς, ο καλύτερός μου εαυτός, οτιδήποτε, ολόκληρος, όλος, όλα, συνολικό ποσό, συνολικό άθροισμα, καθετί, κάτι, οτιδήποτε, κάθε, σύνολο, ο κάθε, ολόκληρος, ολόκληρος, ολόκληρος, όλος, πλήρης, όλοι ανεξαιρέτως, κατά τη διάρκεια, κλασικός, ό,τι, εύστοχος, έξυπνος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tout en

όλος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quelqu'un a mangé tous les chocolats. Tous ses camarades de classe sont venus à sa fête d'anniversaire.
Κάποιος έφαγε όλες τις σοκολάτες.

όλα

pronom (toutes les choses)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tout s'est mal passé.
Τα πάντα πήγαν στραβά.

όλος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai dépensé tout mon argent.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όλοι οι συμμαθητές του πήγαν στο πάρτι.

το παν

pronom (la seule chose qui importe)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand on achète une maison, tout repose sur son emplacement.
Η τοποθεσία είναι το παν για την αγορά ενός σπιτιού.

όλος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a renversé toute la soupe par terre.
Έχυσε όλη τη σούπα στο πάτωμα.

το παν

pronom (le plus important)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'aime ma femme, elle est tout pour moi !
Αγαπώ τη γυναίκα μου. Είναι το παν για μένα!

όλοι

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tous ces livres doivent être vendus.
Πρέπει να πουληθούν όλα αυτά τα βιβλία.

όλος

adjectif (σύνολο: χρόνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai attendu toute l'après-midi.
Περιμένω όλο το απόγευμα.

όλος, ολόκληρος

adjectif (διάρκεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous avons joué aux cartes tout le trajet jusqu'à Paris.
Παίζαμε χαρτιά σε όλη (or: ολόκληρη) τη διαδρομή μέχρι το Παρίσι.

όλος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a ronflé pendant toute la pièce.
Ροχάλιζε σε όλη την παράσταση.

όλα

pronom

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est minuit et tout est calme.
Είναι μεσάνυχτα και τα πάντα είναι ήσυχα.

εντελώς, παντελώς

(entièrement)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il est entré tout couvert de boue.
Ήρθε εντελώς (or: παντελώς) καλυμμένος από λάσπη.

ο καλύτερός μου εαυτός

pronom (δίνω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ma fille n'a peut-être pas gagné le match, mais je suis quand même fière d'elle parce qu'elle a tout donné.
Αν και δεν κέρδισε τον αγώνα, είμαι περήφανος για την κόρη μου γιατί ξέρω πως έβαλε τα δυνατά της.

οτιδήποτε

(κάτι)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
N'importe quoi peut arriver.
Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί.

ολόκληρος, όλος

(entier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a mangé toute la pomme.
Έφαγε ολόκληρο (or: όλο) το μήλο.

όλα

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai dû tout acheter juste pour avoir le bonnet vert. J'ai voulu prendre un biscuit mais quelqu'un a tout mangé !

συνολικό ποσό, συνολικό άθροισμα

pronom

Allez, je vous cède le tout à moitié prix !

καθετί

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

κάτι, οτιδήποτε

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

κάθε

adjectif

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Nous leur avons donné toutes les occasions de s'excuser.
Τους δώσαμε κάθε δυνατή ευκαιρία να ζητήσουν συγγνώμη.

σύνολο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le tout est plus grand que la somme de ses constituants.
Το σύνολο είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών του.

ο κάθε

adjectif (indéfini)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Pour moi les voitures se ressemblent presque toutes.
Κάθε αυτοκίνητο μου μοιάζει λίγο πολύ με το άλλο.

ολόκληρος

nom masculin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous prendrons l'ensemble comme un tout.

ολόκληρος

adjectif (complet)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'était plus que quelques livres, c'était toute une bibliothèque.
Αυτό ήταν κάτι παραπάνω από μερικά βιβλία. Αυτό ήταν μια ολόκληρη βιβλιοθήκη.

ολόκληρος, όλος

adjectif (la totalité)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Toute la salle se leva pour applaudir.
Ολόκληρο (or: Όλο) το κοινό σηκώθηκε για να χειροκροτήσει.

πλήρης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Helen accordait toute son attention à Rose.

όλοι ανεξαιρέτως

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατά τη διάρκεια

adjectif (durant)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
J'ai écrit des emails toute la soirée.
Έγραφα email όλο το βράδυ.

κλασικός

préposition (ειρωνικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Arriver à son cours 10 minutes en retard, c'est tout lui !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κλασικός Χένρυ! Άργησε ακόμα και στον γάμο του!

ό,τι

adjectif

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je prendrai tout le chocolat qu'il reste.
Θα πάρω όσες σοκολάτες μείνουν.

εύστοχος, έξυπνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'avocate a utilisé des arguments subtils pour convaincre le jury de prendre le parti de son client.
Η δικηγόρος χρησιμοποίησε εύστοχα επιχειρήματα για να επηρεάσει τους ενόρκους προς όφελος του πελάτη της.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tout en στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του tout en

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.