Τι σημαίνει το transferir στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης transferir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του transferir στο πορτογαλικά.
Η λέξη transferir στο πορτογαλικά σημαίνει μεταφέρω, μεταφέρω, μεταθέτω, συνδέω, μετεγγράφομαι, μεταβιβάζω, μεταδίδω, αλλάζω, μεταφέρω, μεταβάλλω, κάνω μετάζευξη, αλλάζω, μεταφέρω, μεταβάλλω, μεταθέτω, μεταφέρω, μεταβιβάζω, στέλνω, μετακινώ, εκχωρώ, μεταθέτω, αποσπώ, σημειώνω, μεταφέρω, μεταφέρω στο επόμενο έτος, στέλνω κπ/κτ σε κτ, αναβάλλω, μεταφέρω το κρατούμενο, κατάσχω, αναθέτω, πηγαίνω, μεταφέρω, τυλίγω, παρατείνομαι, έμβασμα, ανεβάζω, εκχωρώ, μεταβιβάζω, συνδέω, συνδέω κπ με κπ/κτ, μεταβιβάζω, μεταφέρω πελάτη σε άλλο ξενοδοχείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης transferir
μεταφέρωverbo transitivo (fazer passar de um lugar para outro) (σε χώρο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O chefe transferiu a caixa de sapatos para o outro depósito. Ο προϊστάμενος μετέφερε το κιβώτιο με τα παπούτσια στην άλλη αποθήκη. |
μεταφέρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταθέτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδέωverbo transitivo (telefonema) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aguarde na linha enquanto eu o transfiro para nosso departamento de atendimento ao cliente. Παρακαλώ μείνετε στη γραμμή μέχρι να σας συνδέσω με το τμήμα εξυπηρέτησης πελατών. |
μετεγγράφομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μεταβιβάζωverbo transitivo (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταδίδωverbo transitivo (transmitir) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αλλάζω, μεταφέρω, μεταβάλλω(mudar ou transferir algo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η Αμερική δε μπόρεσε να αλλάξει σε μετρικό σύστημα. |
κάνω μετάζευξηverbo transitivo (informática) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλάζω, μεταφέρω, μεταβάλλωverbo transitivo (troca, permuta) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταθέτω, μεταφέρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A empresa de Wendy a está transferindo para o escritório principal. Η εταιρεία της Γουέντι τη μεταθέτει στα κεντρικά γραφεία. |
μεταβιβάζωverbo transitivo (posse) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Thomas transferiu a propriedade para seu irmão Francis. Ο Τόμας μεταβίβασε την περιουσία του στον αδερφό του τον Φράνσις. |
στέλνωverbo transitivo (χρήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Podes transferir duzentos dólares para mim até a próxima terça-feira? Μπορείς να μου στείλεις δύο χιλιάδες δολάρια μέχρι την Τρίτη; |
μετακινώverbo transitivo (pessoa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκχωρώ(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταθέτωverbo transitivo (pessoa: mudar-se por trabalho) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A empresa o transferiu para Richmond para abrir um novo escritório. Η εταιρεία του τον μετέθεσε στο Ρίτσμοντ για να ανοίξει νέο γραφείο. |
αποσπώverbo transitivo (militar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πήρε απόσπαση για την Γκουάμ για τέσσερα χρόνια. |
σημειώνω(lançamento do diário para o razão) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O negócio transferiu um lucro. Η επιχείρηση σημείωσε κέρδη. |
μεταφέρωverbo transitivo (impressão) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταφέρω στο επόμενο έτοςverbo transitivo (férias - adiar para o ano seguinte) (άδεια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Meu chefe não permitirá que eu transfira minhas férias para o próximo ano, por isso eu devo tirar férias agora. Το αφεντικό μου δεν θα μου επιτρέψει να μεταφέρω την άδειά μου στο επόμενο έτος, επομένως πρέπει να κάνω διακοπές τώρα. |
στέλνω κπ/κτ σε κτverbo transitivo |
αναβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estou ocupado hoje à tarde; podemos adiar nossa reunião para amanhã? Ele estava ocupado demais de manhã, por isso adiou seu compromisso para a tarde. Είμαι απασχολημένος αυτό το απόγευμα, μπορούμε να αναβάλλουμε τη συνάντησή μας μέχρι αύριο; |
μεταφέρω το κρατούμενο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Não esqueça de carregar os dois. Μην ξεχάσεις ότι έχεις το δύο ως κρατούμενο. |
κατάσχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O juiz decidiu indexar uma porcentagem de seu salário para pensão alimentícia não paga. |
αναθέτωverbo transitivo (transmitir poderes, obrigações) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πηγαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A correia transportadora leva a peça para a próxima estação. |
μεταφέρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Transfira os velhos computadores para o depósito. |
τυλίγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρατείνομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A frustração dele no trabalho se transferiu para casa. Η αγανάκτησή του στη δουλειά παρατάθηκε και στο σπίτι του. |
έμβασμαexpressão (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ανεβάζω(informática, estrang.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tina fez upload da foto para um site de rede social. Ο Γιουτζίν υποσχέθηκε να ανεβάσει τα αρχεία μέχρι το τέλος της ημέρας. |
εκχωρώ, μεταβιβάζωexpressão (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδέω(telefonia) (για τηλεφωνική γραμμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδέω κπ με κπ/κτ(telefonia) |
μεταβιβάζωexpressão (τον τίτλο ιδιοκτησίας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A velha senhora transferiu por escritura a propriedade às suas filhas. |
μεταφέρω πελάτη σε άλλο ξενοδοχείοexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του transferir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του transferir
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.