Τι σημαίνει το tué στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tué στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tué στο Γαλλικά.

Η λέξη tué στο Γαλλικά σημαίνει κρατώ, σκοτώνω, σκοτώνω, σκοτώνω, σκοτώνω, πεθαίνω, τρελαίνω, φονεύω, πεθαίνω, περνώ, σκοτώνω την ώρα μου, εξαντλώ, εξουθενώνω, δολοφονώ, σκοτώνω, ξεκάνω, αποτελειώνω, εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι, σφάζω, δγέρνω, σκοτώνω, αποτελειώνω, σφάζω, αποτελειώνω, αποτελειώνω, ξεκάνω, σκοτωμός, σκοτωμένος, θύμα, σφαγιασμένος, μένω σιωπηλός, κάνω ησυχία, κάνω ησυχία, κρατάω μυστικό, δεν βγάζω τσιμουδιά, κάνω ησυχία, δεν κάνω θόρυβο, παραμένω σιωπηλός, δεν λέω τίποτα, είμαι ήσυχος, δεν μιλάω, το βουλώνω, μιλάω πιο δυνατά για να κάνω κπ να σιωπήσει, σιωπώ, σωπαίνω, ζητώ από κπ να το βουλώσει, ζητώ από κπ να βγάλει τον σκασμό, ησυχάζω, δεν βγάζω λέξη για κτ, λέω σε κπ να κάνει ησυχία, -, ησυχάζω, αφήνω άφωνο, φιμώνω, καταπνίγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tué

κρατώ

(aide, consentement, permission, soutien)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le patron a refusé de consentir aux vacances de l'employé jusqu'à ce qu'il ait terminé le projet sur lequel il travaillait.
Το αφεντικό δεν έδινε έγκριση για τις διακοπές του εργαζόμενου έως ότου εκείνος να τελειώσει το πρότζεκτ το οποίο δούλευε.

σκοτώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκοτώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il tua la fourmi avant qu'elle ne le pique. /// Le meurtrier avait tué (or: assassiné) trois personnes.
Σκότωσε το μυρμήγκι πριν τον τσιμπήσει. Ο δολοφόνος είχε σκοτώσει τρεις ανθρώπους.

σκοτώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Où as-tu tué ce daim ?
Πού σκότωσες αυτό το ελάφι;

σκοτώνω

verbe intransitif (γενικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le soldat ne faisait plus que tuer.
Ο στρατιώτης δεν σκεφτόταν πλέον τι έκανε και απλά σκότωνε.

πεθαίνω, τρελαίνω

(familier) (καθομ, μτφ: διασκεδάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu me tues ! C'est trop drôle !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα με πεθάνεις (or: τρελάνεις) με τα αστεία σου!

φονεύω

(λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chevalier a tué son ennemi.

πεθαίνω

(figuré, familier : amuser) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Tu me tues, Laura !", dit Tom en riant.
«Θα με πεθάνεις, ρε Λόρα!», είπε ο Τομ γελώντας.

περνώ

(le temps)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont passé le temps en se racontant des histoires de jeunesse.
Πέρασαν τη νύχτα με ιστορίες από τα νιάτα τους.

σκοτώνω την ώρα μου

verbe transitif (le temps)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai passé quelques minutes à regarder les vitrines des boutiques.

εξαντλώ, εξουθενώνω

(figuré, familier : fatiguer) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette chaleur va me tuer.
Αυτή η ζέστη θα με εξουθενώσει.

δολοφονώ, σκοτώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a tué sa femme.
Καθάρισε τη γυναίκα του.

ξεκάνω, αποτελειώνω

verbe transitif (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le tueur à gages a abattu sa cible.
Ο πληρωμένος δολοφόνος αποτελείωσε τον στόχο του.

εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Chaque fois que je garde ses enfants, ils m'épuisent (or: me fatiguent). Prendre le métro tous les jours m'épuise (or: me fatigue).

σφάζω, δγέρνω

(figuré, familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ma mère va m'arracher les yeux si elle voit que j'ai perdu mon cartable.

σκοτώνω, αποτελειώνω

(figuré, argot : tuer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σφάζω

(un animal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne veux pas vivre à proximité d'un lieu où l'on tue des animaux.
Δεν θέλω να μένω κοντά σε μέρος, όπου σφάζουν ζώα.

αποτελειώνω

verbe transitif (familier) (σκοτώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποτελειώνω, ξεκάνω

verbe transitif (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκοτωμός

(intentionnelle) (ενέργεια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκοτωμένος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'officier tué laisse une femme et deux enfants.
Ο σκοτωμένος αξιωματικός άφησε πίσω του σύζυγο και δυο παιδιά.

θύμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Malheureusement, le déraillement du train a fait un mort parmi les passants.
Ένας περαστικός ήταν δυστυχώς θύμα του εκτροχιασμού του τραίνου.

σφαγιασμένος

adjectif (animal)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μένω σιωπηλός, κάνω ησυχία

verbe pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les petits animaux se taisent jusqu'à ce que les prédateurs partent.

κάνω ησυχία

verbe pronominal

κρατάω μυστικό, δεν βγάζω τσιμουδιά

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je te le dirais bien, mais je ne sais pas si tu es capable de taire un secret.

κάνω ησυχία, δεν κάνω θόρυβο

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Essayez de faire taire vos enfants : c'est une église, pas une cour de récréation !

παραμένω σιωπηλός, δεν λέω τίποτα

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un accusé a le droit de se taire devant le tribunal.

είμαι ήσυχος, δεν μιλάω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Une fois qu'ils ont commencé à dessiner avec leurs crayons, les enfants se sont tus.
Τα παιδιά ήταν πολύ ήσυχα μόλις άρχισαν να ζωγραφίζουν με τις κηρομπογιές τους.

το βουλώνω

verbe pronominal (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μιλάω πιο δυνατά για να κάνω κπ να σιωπήσει

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jennifer a essayé de parler lors de la convention, mais les délégués l'ont fait taire en criant plus fort qu'elle.
Η Τζένιφερ προσπάθησε να μιλήσει στο συνέδριο αλλά οι αντιπρόσωποι φώναζαν και δεν την άφησαν να ακουστεί.

σιωπώ, σωπαίνω

verbe pronominal (σταματάω να μιλάω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La foule s'est tu au moment où le conférencier est apparu.
Το πλήθος έκανε ησυχία καθώς εμφανίστηκε ο ομιλητής.

ζητώ από κπ να το βουλώσει, ζητώ από κπ να βγάλει τον σκασμό

locution verbale (αργκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ησυχάζω

verbe pronominal (θόρυβος γενικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le groupe d'enfants s'est tu lorsqu'il a vu la foudre.

δεν βγάζω λέξη για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Καλύτερα να μην βγάλεις λέξη για τα μπισκότα που λείπουν.

λέω σε κπ να κάνει ησυχία

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

-

verbe transitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il a fait taire son adversaire.
Επιβλήθηκε στον αντίπαλό του με τις φωνές.

ησυχάζω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La foule s'est tue quand le concert a commencé.

αφήνω άφωνο

verbe transitif (rendre silencieux)

Il fit taire la foule par son discours percutant.

φιμώνω

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les propriétaires terriens ont réussi à faire taire toutes les plaintes en soudoyant les villageois.

καταπνίγω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tué στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.