Τι σημαίνει το tuer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tuer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tuer στο Γαλλικά.

Η λέξη tuer στο Γαλλικά σημαίνει σκοτώνω, σκοτώνω, πεθαίνω, τρελαίνω, σκοτωμός, σκοτώνω, σκοτώνω, φονεύω, πεθαίνω, σκοτώνω την ώρα μου, εξαντλώ, εξουθενώνω, δολοφονώ, σκοτώνω, ξεκάνω, αποτελειώνω, περνώ, εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι, σφάζω, δγέρνω, σκοτώνω, αποτελειώνω, σφάζω, αποτελειώνω, αποτελειώνω, ξεκάνω, σκοτώνομαι, αλληλοσκοτώνομαι, δραστηριότητα για να σκοτώνεις την ώρα, ελεύθερος χρόνος, κόβω κτ από τη ρίζα του, σκοτώνομαι, δουλεύω σαν τρελός, μαχαιρώνω κπ μέχρι θανάτου, σταγγαλίζω, σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου, σκοτώνομαι, σκοτώνομαι, σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου, βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα, πεθαίνω για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tuer

σκοτώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il tua la fourmi avant qu'elle ne le pique. /// Le meurtrier avait tué (or: assassiné) trois personnes.
Σκότωσε το μυρμήγκι πριν τον τσιμπήσει. Ο δολοφόνος είχε σκοτώσει τρεις ανθρώπους.

σκοτώνω

verbe intransitif (γενικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le soldat ne faisait plus que tuer.
Ο στρατιώτης δεν σκεφτόταν πλέον τι έκανε και απλά σκότωνε.

πεθαίνω, τρελαίνω

(familier) (καθομ, μτφ: διασκεδάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu me tues ! C'est trop drôle !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα με πεθάνεις (or: τρελάνεις) με τα αστεία σου!

σκοτωμός

(intentionnelle) (ενέργεια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκοτώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκοτώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Où as-tu tué ce daim ?
Πού σκότωσες αυτό το ελάφι;

φονεύω

(λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chevalier a tué son ennemi.

πεθαίνω

(figuré, familier : amuser) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Tu me tues, Laura !", dit Tom en riant.
«Θα με πεθάνεις, ρε Λόρα!», είπε ο Τομ γελώντας.

σκοτώνω την ώρα μου

verbe transitif (le temps)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai passé quelques minutes à regarder les vitrines des boutiques.

εξαντλώ, εξουθενώνω

(figuré, familier : fatiguer) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette chaleur va me tuer.
Αυτή η ζέστη θα με εξουθενώσει.

δολοφονώ, σκοτώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a tué sa femme.
Καθάρισε τη γυναίκα του.

ξεκάνω, αποτελειώνω

verbe transitif (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le tueur à gages a abattu sa cible.
Ο πληρωμένος δολοφόνος αποτελείωσε τον στόχο του.

περνώ

(le temps)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont passé le temps en se racontant des histoires de jeunesse.
Πέρασαν τη νύχτα με ιστορίες από τα νιάτα τους.

εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Chaque fois que je garde ses enfants, ils m'épuisent (or: me fatiguent). Prendre le métro tous les jours m'épuise (or: me fatigue).

σφάζω, δγέρνω

(figuré, familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ma mère va m'arracher les yeux si elle voit que j'ai perdu mon cartable.

σκοτώνω, αποτελειώνω

(figuré, argot : tuer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σφάζω

(un animal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne veux pas vivre à proximité d'un lieu où l'on tue des animaux.
Δεν θέλω να μένω κοντά σε μέρος, όπου σφάζουν ζώα.

αποτελειώνω

verbe transitif (familier) (σκοτώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποτελειώνω, ξεκάνω

verbe transitif (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκοτώνομαι

verbe pronominal (figuré, familier) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Μην σκοτώνεσαι να κουβαλήσεις όλα αυτά τα κουτιά με τη μία.

αλληλοσκοτώνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Appelez la police avant que ces deux-là s'entre-tuent.

δραστηριότητα για να σκοτώνεις την ώρα

locution verbale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελεύθερος χρόνος

nom masculin

Étant arrivée en avance pour son entretien, Nicola s'est retrouvée avec du temps à tuer.

κόβω κτ από τη ρίζα του

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκοτώνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tu vas te tuer si tu continues à conduire à cette vitesse-là.
Θα σκοτωθείς αν συνεχίσεις να οδηγείς τόσο γρήγορα! Αν οδηγείς μεθυσμένος, μπορεί να σκοτωθείς.

δουλεύω σαν τρελός

verbe pronominal (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαχαιρώνω κπ μέχρι θανάτου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σταγγαλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai écouté mon iPod pour tuer le temps en attendant le bus.
Άκουγα μουσική στο I-Pod, για να σκοτώσω τον χρόνο μου ενώ περίμενα το λεωφορείο.

σκοτώνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκοτώνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il s'est fait tuer par une balle perdue.

σκοτώνω τον χρόνο μου, σκοτώνω την ώρα μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En attendant l'arrivée de Meg, j'ai tué le temps en buvant du café.

βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα

(καθομ: για να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεθαίνω για κτ

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je meurs d'envie de boire une bonne tasse de thé.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tuer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του tuer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.