Τι σημαίνει το último στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης último στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του último στο πορτογαλικά.

Η λέξη último στο πορτογαλικά σημαίνει τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίοι, οριστικός, τελεσίδικος, τελευταίος, πίσω, τελευταίος, πάτος, πίσω, τελευταίος, πριν, της τελευταίας στιγμής, τελευταία φορά, τελευταίος όροφος, άκρο, όριο, την τελευταία στιγμή, μέχρι την τελευταία στιγμή, την τελευταία στιγμή, τελευταία στιγμή, τελευταία ελπίδα, τελευταία πνοή, τελική προειδοποίηση, ύστατη πνοή, τρέχουσα χρονιά, τσίμα τσίμα, τελευταία επιθυμία, τελευταίο έτος, απόλυτος βαθμός, αφήνω την τελευταία μου πνοή, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, το κέντρο της κολάσεως, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, της τελευταίας τάξης του λυκείου, τελειόφοιτος, εδώ είναι το τέρμα, τελειόφοιτος, τελειόφοιτος, επιθανάτιος ρόγχος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης último

τελευταίος

adjetivo (final)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Você precisa mesmo ganhar esta última corrida.
Πρέπει πραγματικά να κερδίσεις την τελευταία κούρσα.

τελευταίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Karen estava sempre atualizada com as últimas modas.
Η Κάρεν πάντα γνώριζε τις τελευταίες τάσεις της μόδας.

τελευταίος

adjetivo (o mais recente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Qual foi o último livro que você leu?
Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διάβασες;

τελευταίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele foi para a loja no último instante, bem antes de fechá-la.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πήγε στο μαγαζί την τελευταία στιγμή, λίγο πριν κλείσει.

τελευταίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele seria minha última opção para me ajudar. Ele é completamente indigno de confiança.
Θα ήταν η τελευταία μου επιλογή για να με βοηθήσει. Είναι εντελώς αναξιόπιστος.

τελευταίος

adjetivo (λιγότερο πιθανός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A academia? Este é o último lugar onde você o encontrará.
Στο γυμναστήριο; Αυτό είναι το τελευταίο μέρος που θα τον βρεις.

τελευταίος

adjetivo (que restou)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ninguém comeu o último pedaço de lasanha.
Κανένας δεν έφαγε το τελευταίο κομμάτι λαζάνια.

τελευταίος

substantivo masculino

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
O último é geralmente o melhor.
Το τελευταίο είναι συχνά και το καλύτερο.

τελευταίος

substantivo masculino

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Costumava haver muitas pessoas idosas aqui, mas a última foi embora há dois anos.
Υπήρχαν πολλοί ηλικιωμένοι εδώ, αλλά οι τελευταίοι έφυγαν πριν από δύο χρόνια.

τελευταίοι

substantivo masculino (όσοι ή όσα έχουν μείνει)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Robert Scott e sua equipe foram os últimos dos grandes exploradores.
Ο Ρόμπερτ Σκοτ και η ομάδα του ήταν οι τελευταίοι από τους μεγάλους εξερευνητές.

οριστικός, τελεσίδικος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A decisão é definitiva.
Αυτή η απόφαση είναι τελεσίδικη.

τελευταίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Não nos vimos muito nos últimos anos.
Δεν έχουμε ειδωθεί πολύ τα τελευταία χρόνια.

πίσω

adjetivo

τελευταίος

adjetivo (desejo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O último desejo da velha senhora foi ser enterrada ao lado do marido.
Η τελευταία επιθυμία της ηλικιωμένης κυρίας ήταν να θαφτεί δίπλα στον άντρα της.

πάτος

substantivo masculino (figurado: nível mais baixo) (μτφ, πιθανώς προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
James nunca estudou, portanto não é surpresa que ele seja o último da sala.
Ο Τζέιμς δεν διάβαζε ποτέ, γι' αυτό δεν με εκπλήσσει το ότι βρίσκεται στον πάτο της τάξης.

πίσω

adjetivo

As últimas páginas da revista são dedicadas à propaganda.
Οι πίσω (or: τελευταίες) σελίδες του περιοδικού έχουν διαφημίσεις.

τελευταίος

(que passou recentemente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Durante os últimos dias, choveu bastante.
Τις τελευταίες μέρες έβρεξε πολύ.

πριν

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele trabalhou como cozinheiro pelos últimos cinco anos.
Δούλευε ως μάγειρας πέντε χρόνια πριν.

της τελευταίας στιγμής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελευταία φορά

locução adverbial (mais recentemente)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Quem falou por último? Tu ou ele? Eu o vi pela última vez ontem.
Ποιος μίλησε τελευταίος; Εσύ ή εκείνος;

τελευταίος όροφος

(local mais alto de um edifício) (κτιρίου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άκρο, όριο

(συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Paul sempre quis levar suas acrobacias ao extremo.
Ο Πωλ πάντα ήθελε να φτάσει τα ακροβατικά του στα άκρα (or: όρια).

την τελευταία στιγμή

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέχρι την τελευταία στιγμή

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

την τελευταία στιγμή

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελευταία στιγμή

Kathy sempre espera até o último minuto para entregar sua lição de casa.

τελευταία ελπίδα

expressão

τελευταία πνοή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελική προειδοποίηση

(Jur: aviso final)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ύστατη πνοή

(literal) (κυριολεκτικά)

τρέχουσα χρονιά

locução adverbial

τσίμα τσίμα

(ανεπίσημο: οριακά, ίσα ίσα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελευταία επιθυμία

(ετοιμοθάνατου)

τελευταίο έτος

(da educação) (σπουδές)

απόλυτος βαθμός

(limite ou último grau)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αφήνω την τελευταία μου πνοή

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος

expressão verbal (σε αγώνα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το κέντρο της κολάσεως

(Dante: centro do inferno) (Δάντης)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος

expressão verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος

expressão verbal (ter menos prioridade) (σε προτεραιότητα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

της τελευταίας τάξης του λυκείου

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os alunos do último ano estão fazendo revisão para as provas.
Οι μαθητές της τελευταίας τάξης του λυκείου κάνουν επανάληψη για τις εξετάσεις.

τελειόφοιτος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os alunos do último ano estão começando a observar quais empregos podem estar disponíveis após a graduação.
Οι τελειόφοιτοι φοιτητές αρχίζουν να βλέπουν δουλειές που ίσως να είναι διαθέσιμες μετά την αποφοίτησή τους.

εδώ είναι το τέρμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελειόφοιτος

(ensino médio)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

τελειόφοιτος

(faculdade)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

επιθανάτιος ρόγχος

substantivo masculino

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του último στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.