Τι σημαίνει το lugar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lugar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lugar στο πορτογαλικά.
Η λέξη lugar στο πορτογαλικά σημαίνει μέρος, θέση, θέση, θέση, θέση, θέση, τόπος και χρόνος, σερβίτσιο, θέση, θέση, μέρος, θέση, τερματίζω, θέση, τοποθεσία, τόπος, σημείο να ξεκουραστώ, τοποθεσία, θέση, κύκλος, τοποθεσία, θέση, ελεύθερος, κενός, τόπος, τόπος, λογικός, συνετός, εδώ, σε αυτό το μέρος, σε αυτό το σημείο, απ' όπου, υπήνεμος πλευρά, καταφύγιο, κερδίζω την πρώτη θέση, πιάνω την καλή, κουνιέμαι, κινούμαι, μετακινώ κπ σε νέα θέση, μετακινώ κπ σε άλλη θέση, αλλάζω θέση σε κτ, κοινοτοπία, κακόφημο μέρος, πασχίζω, προσπαθώ, μοχθώ χωρίς αποτέλεσμα, βάζω νέα καθίσματα, ξαναβάζω κπ να καθίσει, δεύτερον, θέση εργασίας, προβλέψιμος, αναμενόμενος, τρίτος καλύτερος, που εξαρτάται από την τοποθεσία, που εξαρτάται από το χώρο, πουθενά, κάπου, δεύτερον, παντού, οπουδήποτε, στη θέση μου, εκεί, κατά δεύτερον, κατά δεύτερον, κάπου αλλού, παντού, οπουδήποτε, οπουδήποτε αλλού, οπουδήποτε, από δω κι από κει, κοντά σε, οπουδήποτε, αντί για, κατά πρώτον, παντού, πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδα, Το αίμα νερό δεν γίνεται., χώρος εργασίας, εργασιακός χώρος, στέκι, κοινοτοπία, δίπλα στην αρένα, κοντά στην αρένα,ρίνγκ, χώρος για όρθιους, ζεστό σημείο, γνωμικό, πρώτη θέση, τέταρτη θέση, εγκαταλελειμμένο μέρος, παρατημένο μέρος, τετριμμένη, χιλιοειπωμένη φράση, ιερός τόπος, εκλογικό κέντρο, κρυψώνα, επιλαχών, μακρινό μέρος, άριστη τοποθεσία, ασφαλές μέρος, τουριστικό αξιοθέατο, στη θέση του, μακριά από, που απέχει πολύ από, δεν αλλάζω γνώμη, αντικαθιστώ, δεν βγάζει πουθενά, έχω τα μυαλά μου στη θέση τους, δεν είμαι ευπρόσδεκτος, είμαι ανεπιθύμητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lugar
μέροςsubstantivo masculino (localização) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Este parque é um dos meus lugares favoritos. Αυτό το πάρκο είναι από τα αγαπημένα μου μέρη. |
θέσηsubstantivo masculino (posição) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ela perdeu seu lugar na fila. Έχασε τη σειρά της. |
θέσηsubstantivo masculino (espaço) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tem sempre lugar para você nesta casa. Θα έχεις πάντα θέση σε αυτό το σπίτι. |
θέσηsubstantivo masculino (localização apropriada) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Todas as crianças estavam em seus lugares. |
θέσηsubstantivo masculino (lugar vago) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Há algum lugar sobrando para o concerto de hoje à noite? Υπάρχουν καθόλου θέσεις για τη συναυλία το βράδυ; |
θέσηsubstantivo masculino (como substituto para) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ele mandou um delegado para ir à cerimônia em seu lugar. Έστειλε έναν αντιπρόσωπο στην τελετή αντ' αυτού. |
τόπος και χρόνοςsubstantivo masculino (situação) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Este não é o lugar ideal para discutir sobre política. |
σερβίτσιοsubstantivo masculino (mesa de jantar) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Precisamos de quantos lugares na mesa? |
θέσηsubstantivo masculino (função) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) As pessoas não conseguem concordar quanto ao lugar da ciência na teologia. |
θέσηsubstantivo masculino (posição, direito) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Não viveria minha vida como você, mas não é meu lugar julgar. Ele devia se lembrar de seu lugar na sociedade e parar de causar confusão. |
μέροςsubstantivo masculino (área) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ela marcou um lugar na areia e se sentou para tomar banho de sol. |
θέσηsubstantivo masculino (colocação) (κατάταξη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ela ficou em segundo lugar na competição. |
τερματίζω(corrida de cavalo: classificação) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Em que lugar seu cavalo ficou? |
θέση(profissão, emprego) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Estou procurando um emprego na editora. |
τοποθεσίαsubstantivo masculino (localização com propósito) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Este lugar foi usado como acampamento por muitos escaladores. Ο χώρος χρησίμευε σαν κατασκήνωση σε πολλούς ορειβάτες. |
τόποςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Aquele é o lugar onde aconteceu o assassinato. Εδώ είναι ο τόπος όπου διαπράχθηκε ο φόνος. |
σημείο να ξεκουραστώsubstantivo masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O gato foi procurar um lugar no sol. Η γάτα έψαχνε ένα σημείο να ξεκουραστεί κάτω από τον ήλιο. |
τοποθεσία, θέσηsubstantivo masculino (localização) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κύκλος(área indeterminada) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Em alguns lugares, dizem que o Primeiro Ministro vai renunciar. |
τοποθεσία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tim e Nicola fizeram um piquenique num lugar lindo. |
θέση(localização) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) De sua posição na escada, Henrique podia ver longe. Από τη θέση του στη σκάλα, ο Χένρι μπορούσε να δει μακριά. |
ελεύθερος, κενός(χώρος, δωμάτιο, θέση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Bill ligou para o hotel para ver se tinham alguma vaga para o final de semana seguinte. Ainda há algumas vagas neste curso, caso queira se inscrever. |
τόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λογικός, συνετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εδώ, σε αυτό το μέρος, σε αυτό το σημείο(aqui, até aqui) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
απ' όπου(literário, arcaico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπήνεμος πλευρά
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καταφύγιο(lugar de paz) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κερδίζω την πρώτη θέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνω την καλή(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κουνιέμαι, κινούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu não consigo fazer a pedra se mexer nem um pouquinho! Δεν μπορώ να κάνω την πέτρα να μετακινηθεί ούτε λιγάκι! |
μετακινώ κπ σε νέα θέση, μετακινώ κπ σε άλλη θέση(definir novo assento/lugar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλάζω θέση σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοινοτοπίαsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) É um lugar-comum que nós utilizamos apenas uma pequena parta do nosso cérebro. Αποτελεί κοινοτοπία ότι χρησιμοποιούμε μόνο ένα μικρό μέρος του εγκεφάλου μας. |
κακόφημο μέρος(figurado) Eu não iria àquele bar se fosse você; é uma verdadeira Sodoma. |
πασχίζω, προσπαθώ, μοχθώ χωρίς αποτέλεσμα(informal, gastar energia sem progredir) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nós estamos patinhando até que a taxa do Euro/Dólar aumente. Eu só estou patinhando agora porque não sei como progredir. Προσπαθούμε μέχρι να βελτιωθεί η ισοτιμία Ευρώ - Λίρας. Απλά προσπαθώ γιατί δεν ξέρω πως να κάνω πρόοδο. |
βάζω νέα καθίσματα(definir novo assento/lugar) (για χώρο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξαναβάζω κπ να καθίσει(definir novo assento/lugar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεύτερον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
θέση εργασίας(emprego) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προβλέψιμος, αναμενόμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρίτος καλύτερος(classificado abaixo do segundo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Μετά τους αγώνες έδωσαν βραβεία και εγώ ήμουν ο τρίτος καλύτερος. Προσπάθησε σκληρά αλλά ήταν η τρίτη καλύτερη. |
που εξαρτάται από την τοποθεσία, που εξαρτάται από το χώροlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πουθενάlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As chaves do carro do Daniel não estavam em lugar nenhum. Τα κλειδιά αυτοκινήτου του Νταν δεν ήταν πουθενά. |
κάπουlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Robert estava se escondendo em algum lugar da casa. Coloquei meu passaporte em algum lugar, mas não consigo lembrar onde. // Por que você está colocando seu casaco? Você está indo a algum lugar? ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Ρόμπερτ κρυβόταν κάπου μέσα στο σπίτι. Έβαλα κάπου το διαβατήριό μου, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ που. |
δεύτερονlocução adverbial (σε λίστα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Primeiramente, obrigado a todos por virem. Em segundo lugar, permitam-me apresentar nosso anfitrião. Αρχικά, σας ευχαριστώ όλους που ήρθατε. Κατά δεύτερον, θα ήθελα να σας παρουσιάσω τον οικοδεσπότη μας. |
παντού, οπουδήποτεlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στη θέση μουexpressão (local apropriado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκεί
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κατά δεύτερον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατά δεύτερονlocução adverbial (κατά δεύτερο λόγο) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κάπου αλλούlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
παντού, οπουδήποτε(em toda parte, em qualquer lugar) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
οπουδήποτε αλλούlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Prefiro estar em qualquer outro lugar agora. |
οπουδήποτεlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Eu preferia estar em qualquer lugar agora a estar aqui. |
από δω κι από κειlocução adverbial (itinerantemente) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κοντά σε
|
οπουδήποτεlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αντί γιαadvérbio (substituição) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατά πρώτονexpressão (coloquial: primeiramente) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Por que você não gosta dele? Bem, para começar, ele não se lava. Γιατί δεν μου αρέσει; Λοιπόν, καταρχάς δεν πλένεται. |
παντούlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδαexpressão (slogan para encorajar cooperação altruísta) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Το αίμα νερό δεν γίνεται.expressão (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χώρος εργασίας, εργασιακός χώρος
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) É importante ter um lugar de trabalho onde possa se sentir confortável; afinal de contas, você passa muito tempo lá! Είναι σημαντικό να δουλεύει κανείς σε έναν εργασιακό χώρο όπου νιώθει άνετα, καθώς περνά πολύ χρόνο εκεί. |
στέκι(informal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O clube se tornou um lugar muito frequentado pelos estudantes depois da escola. Η λέσχη έχει γίνει στέκι για τους μαθητές μετά το σχολείο. |
κοινοτοπία(clichê) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δίπλα στην αρένα, κοντά στην αρένα,ρίνγκ(πυγμαχία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χώρος για όρθιουςexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζεστό σημείοsubstantivo feminino |
γνωμικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πρώτη θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τέταρτη θέση(quarta posição) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εγκαταλελειμμένο μέρος, παρατημένο μέρος(lugar distante, afastado) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τετριμμένη, χιλιοειπωμένη φράση(frase muito conhecida e muito usada) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ιερός τόπος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκλογικό κέντρο
No dia da eleição, fui à zona eleitoral para votar. |
κρυψώνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιλαχών
(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.) |
μακρινό μέρος
|
άριστη τοποθεσία(área mais desejável) |
ασφαλές μέρος
|
τουριστικό αξιοθέατο(lugar visitado por turistas) |
στη θέση τουlocução prepositiva (substituição) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μακριά από, που απέχει πολύ απόlocução prepositiva (distante) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η τράπεζα είναι μακριά από τη βιβλιοθήκη. |
δεν αλλάζω γνώμηexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντικαθιστώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν βγάζει πουθενάexpressão verbal (informal, não progredir, falhar) (μεταφορικά) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) |
έχω τα μυαλά μου στη θέση τουςexpressão verbal (ser prático) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Είναι καλό να έχεις τα μυαλά στη θέση τους όταν έχεις να κάνεις με χρήματα. Είμαι σίγουρος ότι θα πάρει τη σωστή απόφαση. Έχει τα μυαλά του στη θέση τους. |
δεν είμαι ευπρόσδεκτος, είμαι ανεπιθύμητοςlocução verbal (ser indesejável) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lugar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του lugar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.