Τι σημαίνει το unique στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης unique στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του unique στο Γαλλικά.
Η λέξη unique στο Γαλλικά σημαίνει μοναδικός, πρωτόγνωρος, πρωτοφανής, μοναδικός, μεμονωμένος, μοναδικός, μοναδικός, ιδιαίτερος, μοναδικός, ιδιαίτερος, μοναδικός, μοναχο-, που πουλά αποκλειστικά προϊόντα μιας εταιρείας, μεμονωμένος, μόνος, που γίνεται με τη μία, μοναδικό βρέφος σε γέννα, μοναδικός, ανεπανάληπτος, μόνος, μοναδικός, μόνος, μοναδικός, κατάλληλος για όλους, που παρέχει ολοκληρωμένες υπηρεσίες σε ποικιλία προϊόντων, κατάστημα που πουλά πολύ φτηνά πράγματα, συνήθως στην τιμή του ενός δολαρίου ή της μίας λίρας, μονόπλευρος, μιας κατεύθυνσης, μονής κατεύθυνσης, ένας και μοναδικός, μοναδικός στο είδος του, μονής λωρίδας, μοναδικά, γραφικά, σύσταση, εφάπαξ πληρωμή, εφάπαξ ποσό, εφάπαξ πληρωμή, ο Υιός του Θεού ο Μονογενής, κάτι ιδιαίτερο, μοναχοπαίδι, μοναδική εμπειρία, ενιαίος φόρος, χρυσό εισιτήριο, τραγουδιστής που έκανε μία μόνο επιτυχία, εφάπαξ χρέωση, αποκλειστικός διαχειριστής, αποκλειστική διαχειρίστρια, μοναδικός εργοδότης, μοναδική εργοδότρια, μοναδικός ιδιοκτήτης, μοναδική ιδιοκτήτρια, απομακρυσμένος, μη ανταποδοτικός, αντιπερισπασμός, επιχείρηση που προσφέρει διάφορες υπηρεσίες, μεμονωμένος, μόνος, μοναδικός, ένα μέγεθος, μεμονωμένος, εφάπαξ πληρωμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης unique
μοναδικός, πρωτόγνωρος, πρωτοφανήςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est une situation unique. Nous n'avons jamais vu ça. Είναι μοναδική κατάσταση. Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο. |
μοναδικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ces peintures rupestres sont uniques : il n'en existe nulle part ailleurs. Αυτές οι τοιχογραφίες στο σπήλαιο είναι μοναδικές· τίποτα παρόμοιο δεν έχει βρεθεί πουθενά στον κόσμο. |
μεμονωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μοναδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μοναδικός, ιδιαίτερος(personne ou objet) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μοναδικός, ιδιαίτερος(personne ou objet) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est un bijou unique, entièrement fait à la main. |
μοναδικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μοναχο-adjectif (sans frère ni sœur) Elle était fille unique. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η μητέρα μου ήταν το μόνο (or: μοναδικό) παιδί της οικογένειας που πήγε στο πανεπιστήμιο. |
που πουλά αποκλειστικά προϊόντα μιας εταιρείαςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεμονωμένος(περιστατικό, συμβάν) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Quelques cambriolages isolés ont rendu les résidents du coin nerveux. Κάποιες μεμονωμένες διαρρήξεις τάραξαν τους ντόπιους κατοίκους. |
μόνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La seule sorte de jeans à porter de nos jours est le jean à taille basse. Τα χαμηλόμεσα τζιν είναι το νούμερο ένα στυλ στις μέρες μας. |
που γίνεται με τη μία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μοναδικό βρέφος σε γένναnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μοναδικός, ανεπανάληπτος(κυριολεκτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai eu la chance exceptionnelle d'entendre Sixto Rodriguez chanter. |
μόνος, μοναδικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le chocolat est mon seul (or: unique) plaisir dans la vie. Le fils de Nancy est l'unique bénéficiaire de son testament. Η σοκολάτα είναι η μόνη μου ευχαρίστηση στη ζωή. Ο γιος της Νάνσι είναι ο μοναδικός κληρονόμος στη διαθήκη της. |
μόνος, μοναδικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'était la seule fille de la classe avec les cheveux roux. Ήταν το μόνο (or: μοναδικό) κορίτσι στην τάξη με κόκκινα μαλλιά. |
κατάλληλος για όλους
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που παρέχει ολοκληρωμένες υπηρεσίες σε ποικιλία προϊόντων(τράπεζα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένας είναι ο φορέας που επέβαλε τη χρέωση. Γι' αυτό μιλάμε για μονοαπευθυντική έκδοση λογαριασμού. |
κατάστημα που πουλά πολύ φτηνά πράγματα, συνήθως στην τιμή του ενός δολαρίου ή της μίας λίρας
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ces lunettes de soleil ne m'ont coûté qu'un euro dans un bazar (or: au tout à un euro). On aurait dit que le cadeau de Julie avait été trouvé dans un bazar (or: dans un tout à un euro). |
μονόπλευρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μιας κατεύθυνσης, μονής κατεύθυνσηςadjectif Je me suis soudain retrouvé à contresens sur une rue à sens unique. |
ένας και μοναδικόςadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μοναδικός στο είδος του(latin, littéraire) (θετική έννοια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μονής λωρίδαςlocution adjectivale (route) (δρόμος) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μοναδικάlocution adverbiale (σαν τίποτα άλλο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) De façon unique, cette espèce de libellule est presque complètement blanche. |
γραφικά(έμφαση στη γραφικότητα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σύσταση(εταιρείας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les deux associés ont fêté leur récente fusion. |
εφάπαξ πληρωμή, εφάπαξ ποσόnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vous pouvez obtenir vos gains à la loterie en un versement unique ou bien sous la forme d'une rente annuelle. Elle a remboursé ses dettes en un versement unique. Μπορείς να λάβεις τα κέρδη σου από τη λοταρία σε μια εφάπαξ πληρωμή (or: εφάπαξ) ή σε ετήσιες δόσεις. Πλήρωσε τα χρέη της εφάπαξ. |
εφάπαξ πληρωμήnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il a touché l'indemnité de la société d'assurance sous forme d'un versement unique après l'accident. |
ο Υιός του Θεού ο Μονογενήςnom masculin (χριστιανισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάτι ιδιαίτερο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai su qu'il y avait un petit quelque chose de spécial chez lui le moment où je l'ai vu pour la première fois. |
μοναχοπαίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ma mère est enfant unique, mais mon père a cinq frères et sœurs. Η μητέρα μου είναι μοναχοπαίδι, αλλά ο πατέρας μου έχει πέντε αδέρφια. |
μοναδική εμπειρίαnom féminin |
ενιαίος φόροςnom masculin (μη αναλογικός) |
χρυσό εισιτήριοnom féminin (μεταφορικά) Gagner ce concours de poésie serait pour lui une chance unique de décrocher un contrat avec une maison d'édition. |
τραγουδιστής που έκανε μία μόνο επιτυχία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εφάπαξ χρέωσηnom masculin |
αποκλειστικός διαχειριστής, αποκλειστική διαχειρίστριαnom masculin (εταιρεία) |
μοναδικός εργοδότης, μοναδική εργοδότριαnom masculin (εταιρεία) |
μοναδικός ιδιοκτήτης, μοναδική ιδιοκτήτριαnom masculin |
απομακρυσμένοςnom masculin (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μη ανταποδοτικόςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντιπερισπασμός(Politique) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le parti a inscrit ce candidat dans l'unique but de faire perdre l'opposition mais il a remporté l'élection. Το κόμμα τον έβαλε μόνο για αντιπερισπασμό, αλλά κέρδισε τις εκλογές. |
επιχείρηση που προσφέρει διάφορες υπηρεσίεςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεμονωμένοςnom masculin (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
μόνος, μοναδικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ma responsable est la seule à être (or: l'unique personne) capable de faire fonctionner ce système. |
ένα μέγεθοςnom féminin (vêtements) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεμονωμένοςnom masculin (στη γλωσσολογία) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La langue basque est un cas unique et n'appartient à aucun autre groupe linguistique. |
εφάπαξ πληρωμήnom masculin |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του unique στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του unique
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.