Τι σημαίνει το velho στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης velho στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του velho στο πορτογαλικά.

Η λέξη velho στο πορτογαλικά σημαίνει παλιός, μεγάλος, χρονών, ετών, χρόνων, χρονών, ετών, χρόνων, γερασμένος, γνωστός, οικείος, παλιός, παλιός, παλιός, -, παλιός, παλιός, μπαγιάτικος, χαλασμένος, παλιός, παλιός, έμπειρος, ηλικιωμένος άντρας, γκριζομάλλης, ψαρομάλλης, κοινοτοπία, ξεχαρβαλωμένος, ξεχαρβάλωτος, σαραβαλιασμένος, σαράβαλο, το ότι είναι ξεπερασμένο, παππούς, μπάρμπας, παλιότερος, παλιός, παλαιός, συνταξιούχος, σαχλός, μικρέ, δεινόσαυρος, άντρας, φίλε, μικρέ, μακροχρόνιος, αρχαίος, φαρδύς, μάντρα, χωματερή, μάντρα, μάντρα, παλιοσίδερο, παλιοσίδερο, μάντρα, σωρός απορριμάτων, μάντρα, μεγαλύτερος, γηραιότερος, πρεσβύτερος, γεροντότερος, με παίρνουν τα χρόνια, πανάρχαιος, γέρος, πολύ γέρος, γερασμένος, πολύ γερασμένος, βρομόγερος, πορνόγερος, γερο-σαλιάρης, Παλαιός Κόσμος, Άγρια Δύση, ο γέρος που του τα τρώω, μεγάλος αδερφός, παλιός φίλος, ηλικιωμένο άτομο που είναι ικανός χρήστης του διαδικτύου, βλάκας, καταλήγω στα παλιοσίδερα, μεγαλύτερος, ο μεγαλύτερος, ο μεγάλος, γέρος, γριά, βραδυκίνητο ψάρι, μεγάλο σε μέγεθος και ηλικία, Παλαιός Κόσμος, μεγαλύτερος, πρωτότοκος, ο μεγαλύτερος, μεγαλύτερος, δουλεύω για μεγαλύτερους μαθητές στο σχολείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης velho

παλιός

adjetivo (não novo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Você pode pegar a câmera emprestada, mas ela é bem velha.
Μπορείς να δανειστείς τη φωτογραφική μηχανή μου, αλλά είναι αρκετά παλιά.

μεγάλος

adjetivo (idoso) (σε ηλικία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Meu vizinho é muito velho; na casa dos noventa, eu acho.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο πατέρας της είναι πολύ γέρος.

χρονών, ετών, χρόνων

adjetivo (de uma certa idade)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Você me respeite, pois sou mais velha do que você.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αύριο γίνομαι είκοσι δύο ετών (or: χρόνων).

χρονών, ετών, χρόνων

adjetivo (de idade)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ele está velho demais para se comportar como criança.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πόσο χρονών πρέπει να είναι κανείς για να μπορεί να οδηγήσει;

γερασμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

γνωστός, οικείος

adjetivo (figurado, familiar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παλιός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παλιός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παλιός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O bom e velho Tony. Sempre presente quando você precisa dele.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πού είσαι, παλιόφιλε; Πότε θα βρεθούμε να τα πούμε;

-

adjetivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Há um grande cachorro velho que está guardando o portão
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα περάσαμε απίθανα στην παμπ.

παλιός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παλιός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπαγιάτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sam jogou o pão velho no jardim para os pássaros.
Ο Σαμ πέταξε το μπαγιάτικο ψωμί στον κήπο για τα πουλιά.

χαλασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

παλιός

adjetivo (INGL, regional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παλιός

adjetivo (πολυκαιρισμένος ή πρώην)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έμπειρος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ηλικιωμένος άντρας

(possivelmente ofensivo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O velho demorou para atravessar a rua.
Ο ηλικιωμένος άντρας περνούσε αργά τον δρόμο.

γκριζομάλλης, ψαρομάλλης

adjetivo (pessoa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοινοτοπία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξεχαρβαλωμένος, ξεχαρβάλωτος, σαραβαλιασμένος

adjetivo (φθαρμένος, σαράβαλο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σαράβαλο

substantivo masculino (αργκό, μτφ, προσβλητικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

το ότι είναι ξεπερασμένο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παππούς, μπάρμπας

(gíria: qualquer homem velho) (μτφ, πιθανά προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παλιότερος

adjetivo (αντικείμενο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Erika é mais idosa que eu. Minha casa é mais velha que a casa ao lado.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτός είναι ο μεγαλύτερος εν ενεργεία πρωθυπουργός της χώρας.

παλιός, παλαιός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συνταξιούχος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σαχλός

(BRA)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As piadas do meu tio são bregas, mas nós rimos de qualquer forma.
Τα ανέκδοτα του θείου μου είναι σαχλά, αλλά γελάμε ούτως ή άλλως.

μικρέ

(BRA: vocativo, gíria)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

δεινόσαυρος

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O velho prédio do hospício é um dinossauro e precisa ser demolido.

άντρας

(gíria)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Meu patrão ainda está no trabalho.
Ο άντρας μου είναι ακόμα στην δουλειά.

φίλε, μικρέ

substantivo masculino (gíria) (καθομ: προσφώνηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μακροχρόνιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρχαίος

adjetivo (της αρχαιότητας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Αρχαία σκεύη μαγειρικής βρέθηκαν στο σημείο.

φαρδύς

(roupas)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Adoro usar roupas folgadas nos finais de semana.
Λατρεύω να φορώ άνετα ρούχα τα σαββατοκύριακα.

μάντρα

substantivo masculino (lugar de descarte e revenda)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χωματερή

substantivo masculino (απορρίματα, παλιοσίδερα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μάντρα

substantivo masculino (μτφ: για παλιοσίδερα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μάντρα

(το μέρος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παλιοσίδερο

(μετοφρικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παλιοσίδερο

(μετοφρικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μάντρα

substantivo masculino (depósito) (με παλιοσίδερα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σωρός απορριμάτων

substantivo masculino

μάντρα

substantivo masculino (de aviões, carros)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγαλύτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A irmã mais velha de Fiona é advogada.
Η μεγαλύτερη αδερφή της Φιόνα είναι δικηγόρος.

γηραιότερος, πρεσβύτερος, γεροντότερος

locução adjetiva (μεγαλύτερος σε ηλικία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με παίρνουν τα χρόνια

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Meu cachorro está ficando velho, mas ainda corre atrás dos carros.
Τον σκύλο μου τον πήραν τα χρόνια, αλλά ακόμα κυνηγάει αυτοκίνητα.

πανάρχαιος

expressão (muito antigo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γέρος, πολύ γέρος, γερασμένος, πολύ γερασμένος

adjetivo (não jovem o bastante)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βρομόγερος, πορνόγερος, γερο-σαλιάρης

(pejorativo) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Παλαιός Κόσμος

(Europa, África e Ásia em conjunto)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Άγρια Δύση

(Velho Oeste dos EUA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ο γέρος που του τα τρώω

(amante mais velho e rico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεγάλος αδερφός

παλιός φίλος

Amo ir para as reuniões da faculdade para poder ver meus velhos amigos.

ηλικιωμένο άτομο που είναι ικανός χρήστης του διαδικτύου

(usuário de internet idoso)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βλάκας

(μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καταλήγω στα παλιοσίδερα

expressão (ser descartado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεγαλύτερος

locução adjetiva (irmão: nasceu primeiro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele tem três irmãos mais velhos e um mais jovem.
Έχει τρεις μεγαλύτερες αδελφές και μια μικρότερη.

ο μεγαλύτερος, ο μεγάλος

locução pronominal (de dois)

Sei que eles são irmãos, mas qual é o mais velho?
Ξέρω πως είναι αδέρφια, ποιος είναι όμως ο μεγαλύτερος;

γέρος, γριά

(pej.)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

βραδυκίνητο ψάρι, μεγάλο σε μέγεθος και ηλικία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Παλαιός Κόσμος

μεγαλύτερος, πρωτότοκος

substantivo masculino

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

ο μεγαλύτερος

locução adjetiva

Joe tem 36 e Jim 35. Joe é o mais velho dos dois.

μεγαλύτερος

expressão (με γενική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η θεία μου είναι μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερή μου.

δουλεύω για μεγαλύτερους μαθητές στο σχολείο

locução verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του velho στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.