Τι σημαίνει το vendedor στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vendedor στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vendedor στο πορτογαλικά.

Η λέξη vendedor στο πορτογαλικά σημαίνει πωλητής, πωλήτρια, πωλητής, πωλήτρια, πωλητής, πωλητής, πωλήτρια, εκπρόσωπος, πλασιέ, έμπορος, πωλητής, πωλήτρια, έμπορος, υπάλληλος, πωλητής, πωλητής, πωλήτρια, έμπορος, επίμονος πωλητής, επίμονη πωλήτρια, πωλητής, έμπορος, εμπορική εταιρεία, ντίλερ, βιβλιοπώλης, υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο, αντιπρόσωπος πωλήσεων, εμπορικός αντιπρόσωπος, γυρολόγος, έμπορος λιανικής, βαποράκι, καπνοπώλης, υφασματοπώλης, υφασματέμπορος, προμηθευτής πάγου, έμπορος ειδών ραπτικής, έμπορος χονδρικής, έμπορος σπανίων αντικειμένων, πωλητής πόρτα πόρτα, ασφαλιστής, εφημεριδοπώλης, πρακτορείο εισιτηρίων, εξουσιοδοτημένος έμπορος, πωλητής αυτοκινήτων, έμπορος όπλων, εξειδικευμένος έμπορος, πλανόδιος πωλητής, πλανόδια πωλήτρια, πωλητής γλυκών, πωλήτρια γλυκών, μαγαζί που πουλά εφημερίδες, πωλητής αυτοκινήτων, πωλήτρια αυτοκινήτων, κατάστημα με στολές και κουστούμια, κράχτης, πωλητής πλασιέ, πλανόδιος πωλητής, πλανόδια πωλήτρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vendedor

πωλητής, πωλήτρια

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

πωλητής, πωλήτρια

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Δεν μπορούσα να βρω πωλητή που να ξέρει την τιμή.

πωλητής

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O vendedor me mostrou vários carros, mas eram todos caros demais.
Ο πωλητής μου έδειξε αρκετά αμάξια, αλλά ήταν όλα πολύ ακριβά.

πωλητής, πωλήτρια

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

εκπρόσωπος

substantivo masculino (πωλήσεων)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Ένας εκπρόσωπος θα σας καλέσει όποτε σας βολεύει.

πλασιέ

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Há um vendedor aqui perguntando pela dona da casa.
Είναι εδώ ένας πλασιέ που ζητά να δει την κυρία του σπιτιού.

έμπορος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Os vendedores se reuniram para uma conferência sobre mídias sociais.
Οι έμποροι συγκεντρώθηκαν για ένα συνέδριο σχετικά με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

πωλητής, πωλήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Ο μεσίτης επικοινώνησε με τον πωλητή για να του κάνει ορισμένες ερωτήσεις εκ μέρους του αγοραστή.

έμπορος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

υπάλληλος

substantivo masculino, substantivo feminino (γενικά)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
O vendedor disse que a loja aceita cartão de crédito.
Ο υπάλληλος είπε ότι το κατάστημα δέχεται πιστωτικές κάρτες.

πωλητής

substantivo masculino, substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πωλητής, πωλήτρια

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

έμπορος

substantivo masculino (arcaico)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

επίμονος πωλητής, επίμονη πωλήτρια

(BRA)

O camelô estava pressionando Peter a comprar com ele.
Ο επίμονος πωλητής πίεζε τον Πίτερ να αγοράσει από αυτόν.

πωλητής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έμπορος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Um comerciante viajante veio à cidade faz um mês.
Ένας περιοδεύων έμπορος ερχόταν στην πόλη περίπου μια φορά τον μήνα.

εμπορική εταιρεία

(vendas no varejo)

A companhia foi uma grande comerciante na indústria de perfumes.

ντίλερ

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

βιβλιοπώλης, υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο

substantivo masculino (comerciante de livros)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αντιπρόσωπος πωλήσεων

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

εμπορικός αντιπρόσωπος

γυρολόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έμπορος λιανικής

(vendedor)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
O negociante vendeu não só para para atacadistas como também para diversos varejistas.

βαποράκι

(gíria, coloquial) (μτφ, αργκό: ναρκωτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καπνοπώλης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υφασματοπώλης, υφασματέμπορος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προμηθευτής πάγου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

έμπορος ειδών ραπτικής

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έμπορος χονδρικής

(vendedor: para revenda)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Você só pode adquirir o produto com o vendedor de atacado.

έμπορος σπανίων αντικειμένων

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Um vendedor de antiguidades pode estimar o valor dessa pintura antiga.

πωλητής πόρτα πόρτα

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ασφαλιστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εφημεριδοπώλης

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πρακτορείο εισιτηρίων

(comércio que vende bilhetes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ένα πρακτορείο εισιτηρίων μπορεί να σε βοηθήσει να κανονίσεις το ταξίδι σου στην Ασία. Θα δω αν το πρακτορείο εισιτηρίων έχει κάτι κατάλληλο.

εξουσιοδοτημένος έμπορος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

πωλητής αυτοκινήτων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έμπορος όπλων

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

εξειδικευμένος έμπορος

(vendedor qualificado com pequena quantidade de produtos)

πλανόδιος πωλητής, πλανόδια πωλήτρια

(vendedor de rua, em tendas)

πωλητής γλυκών, πωλήτρια γλυκών

(alguém que comercializa confeitarias)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαγαζί που πουλά εφημερίδες

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πωλητής αυτοκινήτων, πωλήτρια αυτοκινήτων

substantivo masculino

κατάστημα με στολές και κουστούμια

(BRA) (κατάστημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nenhum dos vendedores de fantasias locais têm uma fantasia de faraó.
Κανένα από τα τοπικά βεστιάρια δεν έχει κουστούμι φαραώ.

κράχτης

(μτφ: προσελκύει πελάτες)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πωλητής πλασιέ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλανόδιος πωλητής, πλανόδια πωλήτρια

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vendedor στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.