Τι σημαίνει το venture στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης venture στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του venture στο Αγγλικά.

Η λέξη venture στο Αγγλικά σημαίνει τολμώ να πάω κάπου, επιχειρώ, τολμώ να πω, τολμώ να πω, εκστρατεία, επιχείρηση, ριψοκίνδυνη εμπορική δραστηριότητα, τολμώ να βγω, τολμώ να κάνω κτ, παλεύω με κτ, διακινδυνεύω, επαγγελματικό εγχείρημα, ριψοκίνδυνο επαγγελματικό εγχείρημα, κοινοπραξία, λειτουργώ κτ ως κοινοπραξία, δημιουργώ κοινοπραξία, κτηματομεσιτική επιχείρηση, τολμώ να μαντέψω, κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου, τολμώ να πω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης venture

τολμώ να πάω κάπου

intransitive verb (dare to go)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The children ventured into the abandoned house. The explorer ventured to unknown lands.
Τα παιδιά πήγαν να εξερευνήσουν το εγκαταλελειμμένο σπίτι.

επιχειρώ

transitive verb (dare to do: [sth] risky)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The stuntman ventured an attempt at jumping over three buses on a motorbike.
Ο κασκαντέρ επιχείρησε να πηδήξει πάνω από τρία λεωφορεία με μια μοτοσικλέτα.

τολμώ να πω

transitive verb (hazard: a guess) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mary's colleague ventured that her evident happiness was due to a new love in her life.
Ο συνάδελφος της Μαίρης μάντεψε ότι η προφανής ευτυχία της οφειλόταν σε μια καινούρια αγάπη στην ζωή της.

τολμώ να πω

transitive verb (dare to say)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The young executive ventured that the boss's favourite client was cheating the company.
Το νεαρό στέλεχος τόλμησε να πει ότι ο αγαπημένος πελάτης του αφεντικού έκλεβε την εταιρεία.

εκστρατεία, επιχείρηση

noun (risky activity) (οργανωμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jane led a venture to cross the Sahara.
Η Τζέιν ηγήθηκε του εγχειρήματος να διασχίσουν τη Σαχάρα.

ριψοκίνδυνη εμπορική δραστηριότητα

noun (risky commercial activity)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
You should always make sure you know the risks associated with any venture you invest in.

τολμώ να βγω

(dare to go out) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Samantha ventured out despite the rain.

τολμώ να κάνω κτ

(dare: to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After months of liking her, James finally ventured to ask Miranda out.

παλεύω με κτ

transitive verb (brave dangers of) (μεταφορικά)

The captain had ventured the seas for years.

διακινδυνεύω

transitive verb (expose [sth] to risk)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The businessman ventured his house as capital for his project. Lara ventured her life to help those infected by the virus.

επαγγελματικό εγχείρημα

noun (start-up business)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Most business ventures in my town don't last longer than six months.

ριψοκίνδυνο επαγγελματικό εγχείρημα

noun (business investment involving risk)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοινοπραξία

noun (business: joint enterprise)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Otter Media is a joint venture between AT&T and the Chernin Group.
Η Otter Media είναι κοινοπραξία μεταξύ της AT&T και του Ομίλου Chernin.

λειτουργώ κτ ως κοινοπραξία

transitive verb (establish as joint venture)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημιουργώ κοινοπραξία

intransitive verb (enter into joint venture)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κτηματομεσιτική επιχείρηση

noun (business: property renovation)

τολμώ να μαντέψω

verbal expression (guess)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anyone who ventures a guess will be awarded a prize.

κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου

noun (investment in new enterprises)

Many companies that set out to raise venture capital fail in their efforts.

τολμώ να πω

transitive verb (daresay, be so bold as to say) (κάτι ή ότι/πως)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would venture to say that most people are living with the discontentment of envious feelings.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του venture στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του venture

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.