Τι σημαίνει το chance στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης chance στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chance στο Αγγλικά.
Η λέξη chance στο Αγγλικά σημαίνει τύχη, ευκαιρία, πιθανότητα, τύχη, μοίρα, προσπάθεια, απόπειρα, τυχαίος, ευτυχής, διακινδυνεύω, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, τυχαίνει, τυχαία, σύμπτωση, τύχη, τυχαία ανακάλυψη, ρισκάρω, μοναδική ευκαιρία, Σιγά, καλή πιθανότητα, τυχερό παιχνίδι, παραμικρή ελπίδα, αν είχα και την παραμικρή ευκαιρία, αν μου δινόταν και η παραμικρή ευκαιρία, μεγάλη πιθανότητα, συμβαίνω τυχαία, έχω καλές πιθανότητες, μου δίνεται ευκαιρία, έχω μια ευκαιρία σε κτ, έχω την ευκαιρία να κάνω κτ, έχω μεγάλες πιθανότητες, έχω καλές πιθανότητες, έχω αρκετές πιθανότητες, δεν έχω ελπίδα, δεν έχω την ευκαιρία, δεν έχω την ευκαιρία να κάνω κτ, δεν υπάρχει ελπίδα, δεν υπάρχει ελπίδα να γίνει κτ, αρπάζω την ευκαιρία, τελευταία ευκαιρία, αρπάζω την ευκαιρία, αρπάζω την ευκαιρία να κάνω κτ, μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα, ελάχιστες ευκαιρίες, καθαρή τύχη, χάνω την ευκαιρία, καμία ευκαιρία, αποκλείεται, καμία τύχη, σε καμία περίπτωση, καμία πιθανότητα, αποκλείεται, είμαι καταδικασμένος, δεν έχω καμία ελπίδα, δεν έχω την ευκαιρία, δεν μου δίνεται ευκαιρία, δεν έχω ελπίδα, στην απίθανη περίπτωση, μικρή πιθανότητα, δεύτερη ευκαιρία, μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα, ελάχιστες πιθανότητες, ίσες ευκαιρίες, έχω ελπίδα, έχω ελπίδα να κάνω κτ, ρισκάρω, τολμώ, ρισκάρω, τολμώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης chance
τύχηnoun (not design) (όχι πρόθεση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We found this café by chance. Βρήκαμε αυτήν την καφετέρια κατά τύχη. |
ευκαιρίαnoun (opportunity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I hope to have the chance to travel. Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να ταξιδέψω. |
πιθανότηταnoun (probability) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The chance of rain is very slim. Η πιθανότητα βροχής είναι ελάχιστη. |
τύχη, μοίραnoun (fate) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We're going to leave it to chance. Θα το αφήσουμε στην τύχη. |
προσπάθεια, απόπειραnoun (attempt) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He had three hits in three chances at bat today. Σήμερα, είχε τρία εύστοχα χτυπήματα σε τρεις προσπάθειες στο μπέιζμπολ. |
τυχαίοςadjective (accidental) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Their first meeting was a chance encounter. |
ευτυχήςadjective (fortuitous) (ευχάριστα τυχαίος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Seeing her favorite author at the grocery store was a chance occurrence. |
διακινδυνεύωtransitive verb (risk) (να κάνω κτ, να γίνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I need to leave early. I can't chance missing the plane. |
πέφτω πάνω σε κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (unexpectedly encounter [sb/sth]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Walking throught the woods, I chanced upon young rabbits cavorting in the tall grass. |
τυχαίνειadverb (possibly) Would you by any chance be able to lend me $10? Μήπως τυχαίνει να μπορείς να μου δανείσεις 10 δολάρια; |
τυχαίαadverb (coincidentally) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I met my French teacher by chance in the supermarket. Συνάντησα τυχαία τον καθηγητή των γαλλικών μου στο σούπερ μάρκετ. |
σύμπτωση, τύχηplural noun (coincidence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It was not by seeking it, but by chance circumstances that I found what I really wanted. |
τυχαία ανακάλυψηnoun (informal ([sth] discovered by accident) |
ρισκάρωverbal expression (informal (take a chance or risk) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I could see no obvious other way out, so I chanced it and jumped. Don't chance it; take sensible precautions. Δεν μπορούσα να βρω κάποιον άλλο εμφανή τρόπο διεξόδου κι έτσι ρίσκαρα και πήδηξα. Μην το ρισκάρεις. Πάρε λογικές προφυλάξεις. |
μοναδική ευκαιρίαnoun (rare opportunity) The job offer with the television station was the chance of a lifetime. |
Σιγάinterjection (slang (unlikely) (καθομ, εμφατικός τύπος) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ha! Fat chance that he will ever pay you back. Α! Δεν το βλέπω να σε ξεπληρώσει ποτέ. |
καλή πιθανότηταnoun (figurative (fair opportunity) Do you think the team has a fighting chance of winning the championship title? Πιστεύεις ότι η ομάδα έχει μια καλή πιθανότητα να κερδίσει το πρωτάθλημα; |
τυχερό παιχνίδιnoun (activity: depends on luck) Dice is a game of chance. |
παραμικρή ελπίδαnoun (figurative (slight possibility) (με άρνηση) My husband might run for office, but he really doesn't stand a ghost of a chance. |
αν είχα και την παραμικρή ευκαιρία, αν μου δινόταν και η παραμικρή ευκαιρίαexpression (figurative, informal (if allowed, able) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I would take that job, given half a chance. |
μεγάλη πιθανότηταnoun (high probability) |
συμβαίνω τυχαίαverbal expression (be lucky, coincidental) (συνήθως γ' πρόσωπο) We weren't trying to get pregnant; it happened by chance. |
έχω καλές πιθανότητεςverbal expression (be able to succeed at [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We have a chance of winning if we can carry on at this rate. |
μου δίνεται ευκαιρίαverbal expression (be given the opportunity to do [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If I have a chance I will try and win. |
έχω μια ευκαιρία σε κτverbal expression (have opportunity) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Johnson has a chance at another world title. |
έχω την ευκαιρία να κάνω κτverbal expression (have opportunity to do) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Audrey has a chance at getting into Harvard. |
έχω μεγάλες πιθανότητες, έχω καλές πιθανότητες, έχω αρκετές πιθανότητεςverbal expression (be likely to succeed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I have a good chance of winning the race. |
δεν έχω ελπίδαverbal expression (be doomed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She had no chance, the disease had spread too far. |
δεν έχω την ευκαιρίαverbal expression (not have opportunity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I saw this article last week and wanted to comment, but had no chance until now. |
δεν έχω την ευκαιρία να κάνω κτverbal expression (not have opportunity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The swimming pool looked nice, but we had no chance to use it. |
δεν υπάρχει ελπίδαverbal expression (be unable) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He had no chance of survival in the desert. |
δεν υπάρχει ελπίδα να γίνει κτverbal expression (be unable) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The patient has no chance of surviving without the treatment. |
αρπάζω την ευκαιρίαverbal expression (informal, figurative (accept opportunity) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When my grandmother offered to take me to England, I jumped at the chance. |
τελευταία ευκαιρίαnoun (final opportunity) |
αρπάζω την ευκαιρίαverbal expression (figurative (seize the opportunity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When he asked me if I'd like to go on holiday to Hawaii with him, I leapt at the chance. |
αρπάζω την ευκαιρία να κάνω κτverbal expression (figurative (seize an opportunity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She leapt at the chance to perform with her favourite singer. |
μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότηταnoun (hardly any possibility) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) There's little chance of our old car making such a long journey. The doctors said he was in a coma and had little chance of recovery. Η πιθανότητα να βγάλει τόσο μεγάλο ταξίδι το παλιό μας αυτοκίνητο είναι ελάχιστη. Οι γιατροί λένε πως είναι σε κώμα και έχει μικρές πιθανότητες να ανακάμψει. |
ελάχιστες ευκαιρίεςnoun (hardly any opportunity) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καθαρή τύχηnoun (coincidence alone) He didn't win by mere chance; he was the best-trained and strongest of the racers. |
χάνω την ευκαιρίαverbal expression (not take or get the opportunity) I missed the chance to hear that band when they last performed here, but I will catch them next time. |
καμία ευκαιρίαnoun (absence of opportunity) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You have no chance of getting tickets for the game this late. |
αποκλείεται, καμία τύχη, σε καμία περίπτωσηinterjection (informal (that is extremely unlikely) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You want to borrow dad's car? No chance! |
καμία πιθανότηταnoun (no possibility) (με άρνηση) There is not a chance he would ever win a foot race. |
αποκλείεταιinterjection (impossible) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) "Do you think Phil will lend us the money?" "Not a chance!" |
είμαι καταδικασμένος, δεν έχω καμία ελπίδαverbal expression (be doomed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν έχω την ευκαιρία, δεν μου δίνεται ευκαιρίαverbal expression (not have opportunity) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have not had a chance to check my emails yet. Δεν είχα την ευκαιρία να ελέγξω τα email μου ακόμα. |
δεν έχω ελπίδαverbal expression (informal (be doomed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The car hit Bridget at 70 mph. She didn't stand a chance. |
στην απίθανη περίπτωσηadverb (informal (in the unlikely event that, in case) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On the off chance that it rains, we will postpone the competition until tomorrow. |
μικρή πιθανότηταnoun (low probability) That horse has an outside chance of winning the race. |
δεύτερη ευκαιρίαnoun (further opportunity) Any student who fails the test has a second chance to do it again a few weeks later. |
μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότηταnoun (little possibility) |
ελάχιστες πιθανότητεςnoun (little probability) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Maybe you'll win in lottery - it's really a small chance, but it's still a chance. |
ίσες ευκαιρίεςnoun (fair opportunity) (δικαιοσύνη) I'm a firm believer in giving everyone a sporting chance. One team was so good that the other didn't even have a sporting chance. Η μία ομάδα ήταν τόσο καλή που η άλλη δεν είναι καμία πιθανότητα. |
έχω ελπίδαverbal expression (informal (have a possibility) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I tried everything I could but never really stood a chance. |
έχω ελπίδα να κάνω κτverbal expression (informal (have a possibility) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The team realistically never stood a chance of beating Real Madrid. |
ρισκάρω, τολμώverbal expression (act on a possibility) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yes, it's possible I won't win, but I'll take a chance. Ναι, είναι πιθανό να μην κερδίσω, αλλά θα το ρισκάρω. |
ρισκάρω, τολμώverbal expression (gamble, risk [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She took a chance on him, promoting him despite his lack of experience. Ρίσκαρε δίνοντάς του προαγωγή παρά την ελλειπή εμπειρία του. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chance στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του chance
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.