Τι σημαίνει το vest στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vest στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vest στο Αγγλικά.

Η λέξη vest στο Αγγλικά σημαίνει φανέλα, αμάνικο μπλουζάκι, γιλέκο, ενδύομαι τα ιερά άμφια, αναθέτω κτ σε κπ, δίνω κτ σε κπ, δίνω κτ σε κπ, αλεξίσφαιρο γιλέκο, σωσίβιο, σωσίβιο, αμάνικο αθλητικό μπλουζάκι, αμάνικο πουλόβερ, αμάνικο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vest

φανέλα

noun (UK (sleeveless undershirt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It was cold, so Roger put on a vest under his shirt.
Έκανε κρύο, γι' αυτό ο Ρότζερ φόρεσε μια φανέλα κάτω από το πουκάμισό του.

αμάνικο μπλουζάκι

noun (UK (tank top: sleeveless T-shirt)

A vest is cooler on a summer's day than a long-sleeved top.

γιλέκο

noun (US, AU (waistcoat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The man was smartly dressed in a suit with a vest.
Ο άντρας ήταν ντυμένος επίσημα με κουστούμι και γιλέκο.

ενδύομαι τα ιερά άμφια

transitive verb (formal (put on ecclesiastical clothes) (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναθέτω κτ σε κπ, δίνω κτ σε κπ

(usually passive (endow [sb] with authority)

δίνω κτ σε κπ

(usually passive (endow [sb] with authority)

αλεξίσφαιρο γιλέκο

noun (protective jacket)

He is alive today because a bulletproof vest stopped the bullet that was meant to kill him.
Είναι ακόμα ζωντανός, γιατί το αλεξίσφαιρο γιλέκο ανέκοψε την πορεία της σφαίρας που θα τον σκότωνε.

σωσίβιο

noun (inflatable safety vest)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some of the crewmen weren't wearing life jackets. When the ship hit the rocks we were all ordered to put on our life jackets.
Ορισμένα μέλη του πληρώματος δε φορούσαν σωσίβιο. Όταν το πλοίο προσέκρουσε στο βράχο, μας διέταξαν όλους να φορέσουμε σωσίβια.

σωσίβιο

noun (wearable flotation device)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Boats are required to have enough life vests for all the passengers. Under boating regulations, you must wear a life jacket when out fishing.
Τα σκάφη πρέπει να έχουν αρκετά σωσίβια για όλους τους επιβαίνοντες. Σύμφωνα με τους κανονισμούς περί χρήσης σκαφών, είναι υποχρεωτικό να φοράς σωσίβιο όταν ψαρεύεις στα ανοιχτά.

αμάνικο αθλητικό μπλουζάκι

noun (athlete's sleeveless top)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμάνικο πουλόβερ

noun (US (sleeveless pullover)

αμάνικο

noun (UK (woman's strappy top)

It was a hot day and Agatha was wearing a light summer skirt with a vest top.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vest στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του vest

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.