Τι σημαίνει το vessel στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vessel στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vessel στο Αγγλικά.

Η λέξη vessel στο Αγγλικά σημαίνει σκάφος, δοχείο, αγγείο, αιμοφόρο αγγείο, μαγειρικό σκεύος, κλειστό δοχείο, σκάφος συνοδείας, πλοίο του πολεμικού ναυτικού, επιθεωρητής σκαφών, επιθεωρήτρια σκαφών, πολεμικό πλοίο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vessel

σκάφος

noun (boat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The crew ensured the vessel was in good repair before setting to sea.
Το πλήρωμα βεβαιώθηκε ότι το σκάφος ήταν σε καλή κατάσταση πριν βγει στη θάλασσα.

δοχείο

noun (container for liquids)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ben searched for some vessel he could pour the tea into.
Ο Μπεν έψαξε να βρει ένα δοχείο, στο οποίο θα μπορούσε να βάλει το τσάι.

αγγείο

noun (blood vessel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The doctor confirmed that the redness in Pippa's eye was due to a burst vessel.
Ο γιατρός επιβεβαίωσε ότι η κοκκινίλα στο μάτι της Πίπα οφειλόταν σε ένα σπασμένο αγγείο.

αιμοφόρο αγγείο

noun (vein, artery or capillary)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His eyes were so irritated that the blood vessels were very visible.

μαγειρικό σκεύος

noun (pot or pan used in kitchen)

κλειστό δοχείο

noun (closed or sealed receptacle)

σκάφος συνοδείας

noun (ship that accompanies another)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλοίο του πολεμικού ναυτικού

noun (navy ship)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιθεωρητής σκαφών, επιθεωρήτρια σκαφών

noun ([sb] who inspects boats and ships)

πολεμικό πλοίο

noun (seagoing combat vessel)

The warship was capable of firing guns, torpedoes, and missiles.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vessel στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του vessel

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.