Τι σημαίνει το very στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης very στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του very στο Αγγλικά.

Η λέξη very στο Αγγλικά σημαίνει πολύ, συγκεκριμένος, απλός, ακριβώς, -, αληθινά, πραγματικά, απόλυτα, τουλάχιστον, τουλάχιστον, μπροστά στα μάτια μου, έχω λίγη δουλειά, αντίγραφο, ενσάρκωση, προσωποποιήση, με όλη την έννοια της λέξης, με την πραγματική έννοια του όρου, επ'αυτοφώρω, όχι πολύ, λίγο, μέχρι τέλους, ως το τέλος, μέχρι το τέλος, μιλάω με τα καλύτερα λόγια για κπ, ευχαριστώ πολύ, ναι μεν, αλλά, αυτό ακριβώς, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, απαίσιος, φρικτός, αρχή, αρχή, μέγιστος, ύψιστος, πολύ λίγοι, πολύ λίγοι, πολύ καλός, εντάξει, καλά, ωραία, πολύ φωτεινός, πολύ ελαφρύς, πολύ ελαφρός, ολόϊδιος, πιθανόν, πιθανότατα, πολύ λίγο, ελάχιστος, πολύ λίγο, πάρα πολλοί, πάρα πολλοί, πάρα πολύ, πάρα πολύ, παρόμοιος με, πολύ συχνά, ωχρός, χλωμός, πολύ ανοιχτόχρωμος, σεβασμιότατος, ο ίδιος ακριβώς, πολύ σύντομος, πολύ κοντός, απότομος, πολύ σύντομα, γρήγορα, σύντομα, πολύ καλά, πολύ καλά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης very

πολύ

adverb (extremely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He was very helpful.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα μάθεις τι συνέβη λίαν συντόμως.

συγκεκριμένος

adjective (one already mentioned)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was that very day that he proposed to her.
Της έκανε πρόταση γάμου εκείνη ακριβώς την ημέρα.

απλός

adjective (mere)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The very mention of his ex-wife caused problems.
Ακόμα και η αναφορά στην πρώην γυναίκα του δημιουργεί προβλήματα.

ακριβώς

adjective (exact)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He was the very person that I wanted to talk with.
Ήταν ακριβώς το άτομο με το οποίο ήθελα να μιλήσω.

-

adjective (as intensifier) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
From the very beginning I knew he was a liar.
Ήξερα ότι είναι ψεύτης από την αρχή αρχή.

αληθινά, πραγματικά

adverb (truly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He was very much an active member of the team.

απόλυτα

adverb (informal (intensifier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She was the very best person for the job.
Ήταν το καλυτερότερο άτομο για τη δουλειά.

τουλάχιστον

expression (emphatic: and no less)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I would offer to pay half the cost, at the very least.
Θα πρότεινα να αναλάβω το μισό κόστος, το λιγότερο.

τουλάχιστον

expression (emphatic: as the minimum)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At the very least you need to call her and say thank you.

μπροστά στα μάτια μου

adverb (right in front of you)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His father was murdered right before his eyes.

έχω λίγη δουλειά

verbal expression (have few commercial dealings)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντίγραφο

noun (copy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This painting is the very image of the original.

ενσάρκωση, προσωποποιήση

noun (figurative (embodiment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was the image of male aggressiveness.

με όλη την έννοια της λέξης, με την πραγματική έννοια του όρου

adverb (genuinely or literally)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Our family was puritan in a very real sense: never smoked, swore, drank, or even danced.

επ'αυτοφώρω

adverb (committing this crime)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I caught my dog in the very act of eating the steak I had bought for dinner.

όχι πολύ, λίγο

adverb (hardly, only a little)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That's not very nice of you. I'm not very interested in football.

μέχρι τέλους

expression (all the way through)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She performed flawlessly right to the end.

ως το τέλος, μέχρι το τέλος

expression (to the moment of death)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I promise never to leave you: I'll stand by you right to the end. He suffered a lot, but he was in good spirits right to the end.

μιλάω με τα καλύτερα λόγια για κπ

verbal expression (say good things about [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My son's teacher speaks very highly of him; she says he's a great student.
Η δασκάλα του γιου μου μιλάει με τα καλύτερα λόγια για αυτόν. Λέει ότι είναι εξαίρετος μαθητής.

ευχαριστώ πολύ

interjection (many thanks)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Thank you very much; you've been very helpful.

ναι μεν, αλλά

(informal (nevertheless, even so)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That's all very well, but it still doesn't explain why you didn't finish the work.

αυτό ακριβώς

noun (precisely what is required or specified)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα

adverb (immediately, without delay)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I need an answer this very minute!

απαίσιος, φρικτός

adjective (awful, terrible)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is in bed with a very bad case of the flu. Trixie, you are being a very bad dog.
Είναι στο κρεββάτι με μια απαίσια περίπτωση γρίπης. Τρίξι, είσαι φρικτό σκυλί.

αρχή

noun (first word: of a text)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The very beginning of the Bible is one of its best-known passages.

αρχή

noun (first moment, starting point)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Let's make the rules clear from the very beginning.

μέγιστος, ύψιστος

noun (utmost)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The doctors tried their very best, but they were unable to save the patient.

πολύ λίγοι

adjective (not many)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
There are very few pills left in the bottle; I need to call the doctor to get a new prescription.

πολύ λίγοι

adjective (rare)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πολύ καλός

adjective (excellent)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I don't understand; he used to make very good grades.
Δεν καταλαβαίνω· συνήθιζε να παίρνει πολύ καλούς βαθμούς.

εντάξει, καλά, ωραία

interjection (formal (very well, certainly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Very good then, I'll see you in the morning.
Εντάξει τότε, θα σε δω το πρωί.

πολύ φωτεινός

adjective (highly illuminated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The room was very light; I was dazzled as I walked in.

πολύ ελαφρύς, πολύ ελαφρός

adjective (extremely lightweight)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A feather is very light object.

ολόϊδιος

preposition (almost identical to)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
One sparrow is very like another to human eyes.

πιθανόν, πιθανότατα

adjective (highly probable)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I think it very likely that we will get some rain tonight.

πολύ λίγο

adverb (hardly anything)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We have very little in common.

ελάχιστος

noun (a small quantity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ λίγο

adjective (not much)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The news report provided very little useful information.

πάρα πολλοί

adjective (a large number of)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πάρα πολλοί

adjective (large in number)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πάρα πολύ

adverb (greatly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I like him very much.
Μου αρέσει πάρα πολύ.

πάρα πολύ

noun (a large amount)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρόμοιος με

adjective (similar to)

πολύ συχνά

adverb (frequently)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ωχρός, χλωμός

adjective (complexion: white)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Due to his very pale complexion he had to protect himself from the sun.

πολύ ανοιχτόχρωμος

adjective (faded, light)

They painted their shutters a very pale shade of green that looked almost yellow.

σεβασμιότατος

noun (form of address for church minister)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The Very Reverend Rudy Johnson will speak at the dinner tonight.

ο ίδιος ακριβώς

adjective (exact or identical)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
At 15 Jacques enrolled at the very same school that his late father had attended.

πολύ σύντομος

adjective (extremely brief)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some of Ernest Hemingway's stories are very short.

πολύ κοντός

adjective (not tall)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's only 5 feet tall. He's very short.

απότομος

adverb (abrupt, rude)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She must be mad at me since she was very short with me when I asked her how she was.

πολύ σύντομα

adverb (in a short while from now)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We will be leaving very soon.

γρήγορα, σύντομα

adverb (rapidly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ καλά

adverb (successfully)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He patched the hole in the wall very well: you'd never know it was there.
Μπάλωσε πολύ καλά την τρύπα στον τοίχο, δεν θα καταλάβαινες ποτέ ότι ήταν εκεί.

πολύ καλά

interjection (expressing consent)

Very well, then: you may go out tonight, but you must be home by midnight.
Πολύ καλά λοιπόν, μπορείς να βγεις απόψε, αλλά πρέπει να είσαι σπίτι μέχρι τα μεσάνυχτα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του very στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του very

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.