Τι σημαίνει το voile στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης voile στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του voile στο Γαλλικά.

Η λέξη voile στο Γαλλικά σημαίνει που φοράει πέπλο, θολός, πανί, ιστιοπλοΐα, πέπλο, συγκεκαλυμμένος, μαντίλα, μαντίλι, ταξίδι με θαλαμηγό, γιωτ, τούλι, πέπλο, πέπλο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, θλιβερή ατμόσφαιρα, στρεβλωμένος, παραμορφωμένος, μαντίλα, το πώς πέφτει κτ, ο τρόπος που πέφτει κτ, νερά, μαντήλα, λεπτό στρώμα, καλύπτω, κρύβω, βγάζω φωτογραφία με θολούρα, σκεβρώνω, καλύπτω, πέπλο, μαΐστρα, αμφισεξουαλικός, χρυσόψαρο fantail, μαΐστρα, μεγίστη, ξεσκεπάζω, ιστιοσανίδα, σανίδα ιστιοπλοϊας, ουρανίσκος, πρωραίο ιστίο, πέπλο μυστηρίου, είδος αυστραλιανού σκάφους, μαλακή υπερώα, αποφεύγω να συζητώ κτ, κάνω ιστιοσανίδα, υπερωικός, θολώνει η όρασή μου, αφήνω πίσω, βέλο, θολή όραση, λατίνι, τετράπλευρο ιστίο, ιστιοσανίδα, πέπλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης voile

που φοράει πέπλο

adjectif (πχ σε γάμο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Une femme voilée et mystérieuse se tenait debout au bord du cimetière.

θολός

adjectif (photo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πανί

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le matelot a déployé les voiles.
Ο ναύτης ξετύλιξε το πανί.

ιστιοπλοΐα

nom féminin (sport)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο Φρανκ λατρεύει το νερό και του αρέσει να κάνει ιστιοπλοΐα.

πέπλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η νύφη φορούσε πέπλο.

συγκεκαλυμμένος

adjectif (figuré)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le vice-président fit une attaque voilée sur les critiques de la politique étrangère de l'administration.

μαντίλα

nom masculin (au Moyen Orient) (στο κεφάλι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Certaines musulmanes portent le voile.
Μερικές μουσουλμάνες φορούν μαντίλα.

μαντίλι

nom masculin (religieuse)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La religieuse a ajusté son voile.

ταξίδι με θαλαμηγό, γιωτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τούλι

nom masculin (ύφασμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πέπλο

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un voile de mystère entourait les circonstances de la démission du ministre.
Ένα πέπλο μυστηρίου κάλυπτε τις συνθήκες παραίτησης του υπουργού.

πέπλο

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ils sont partis sous le voile de la nuit.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nom féminin

Le capitaine a ordonné à l'équipage d'installer quelques voiles pour faire avancer le bateau plus rapidement.

θλιβερή ατμόσφαιρα

nom masculin (figuré)

στρεβλωμένος, παραμορφωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Suite à l'accident, il ne restait plus qu'un tas de métal déformé du camion.

μαντίλα

(pour la tête) (παραδοσιακή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
De nombreuses femmes de pays du Moyen-Orient portent des foulards (sur la tête).

το πώς πέφτει κτ, ο τρόπος που πέφτει κτ

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il était enchanté par le flot de ses cheveux sur ses épaules.
Μαγεύτηκε από τον τρόπο που έπεφταν τα μαλλιά της στους ώμους της.

νερά

(peinture, vernis) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μαντήλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λεπτό στρώμα

Une fine fiche de poussière recouvrait les meubles.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένα λεπτό στρώμα λαδιού κάλυπτε τη λίμνη.

καλύπτω

verbe transitif (με πέπλο, βέλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mariée a voilé son visage.
Η νύφη κάλυψε το πρόσωπό της.

κρύβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
William réussissait à dissimuler le fait qu'il n'aimait pas son collègue de travail.
Ο Γουίλιαμ κατάφερε να κρύψει την αντιπάθειά του για τον συνάδελφό του.

βγάζω φωτογραφία με θολούρα

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκεβρώνω

(ξύλο, από υγρασία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'humidité avait déformée (or: gondolé) les lattes du plancher dans la vieille petite maison.
Η υγρασία είχε σκεβρώσει τις σανίδες του πατώματος στο παλιό αγροτόσπιτο.

καλύπτω

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πέπλο

(μεταφορικά: με γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les trolls sur l'internet se cachent derrière le voile de l'anonymat.

μαΐστρα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αμφισεξουαλικός

(familier, abréviation)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χρυσόψαρο fantail

nom masculin (sorte de poisson rouge)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μαΐστρα, μεγίστη

nom féminin (ζαργκόν)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous devons coudre la grand-voile avant de sortir en mer.
Πρέπει να επιδιορθώσουμε τη μαΐστρα (or: μεγίστη) πριν βγάλουμε ξανά τη βάρκα στη θάλασσα.

ξεσκεπάζω

(soutenu)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mariée a dévoilé son visage pour que son nouveau mari puisse l'embrasser.

ιστιοσανίδα

nom féminin (activité) (άθλημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La planche à voile sur le lac est maintenant plus populaire que le canotage.
Το σέρφινγκ στη λίμνη είναι πλέον πιο διαδεδομένο από τη βαρκάδα.

σανίδα ιστιοπλοϊας

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ουρανίσκος

nom masculin (Anatomie)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πρωραίο ιστίο

nom féminin (πανί πλώρης, επίσ)

πέπλο μυστηρίου

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Le programme de la visite présidentielle est gardé sous le voile du secret.

είδος αυστραλιανού σκάφους

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαλακή υπερώα

αποφεύγω να συζητώ κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω ιστιοσανίδα

verbe intransitif

υπερωικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θολώνει η όρασή μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω πίσω

(figuré) (μεταφορικά)

L'auteur lève le voile sur les faux-semblants pour faire apparaître la vérité sur la bonne société du 19è siècle.

βέλο

nom masculin (καλύπτει όλο το πρόσωπο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θολή όραση

nom masculin

λατίνι

nom féminin (Marine : voile triangulaire) (ναυτικός όρος: ιστίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τετράπλευρο ιστίο

nom féminin (Nautique, technique) (ιστιοπλοΐα: είδος ιστίου)

Le matelot a levé la voile au tiers.

ιστιοσανίδα

nom féminin (activité) (το άθλημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πέπλος

(Météorologie, technique) (μετεωρολογία: λόγιο, γνώρισμα νέφους)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του voile στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του voile

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.