Τι σημαίνει το flèche στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης flèche στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flèche στο Γαλλικά.

Η λέξη flèche στο Γαλλικά σημαίνει βέλος, πυργίσκος αιχμηρή οροφή, βέλος, βελάκι, αυξάνομαι κατακόρυφα, που απογειώνεται, αιχμή του βέλους, βεληνεκές, λέω κτ φεύγοντας, δενδροβάτης, απότομη αύξηση, ευθύβολη μπαλιά, την πέφτω άγρια σε κπ, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ, ανεβαίνω απότομα, ανεβαίνω απότομα, άσχημη εξέλιξη, άσχημη τροπή, τρέχω, ρίχνω με ευθεία βολή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης flèche

βέλος

nom féminin (arme)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je lui ai tiré dans la poitrine avec une flèche.
Τον χτύπησα στο στήθος με ένα βέλος.

πυργίσκος αιχμηρή οροφή

nom féminin (Architecture)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Là-bas à l'horizon, tu peux voir les flèches de l'hôtel de ville.

βέλος, βελάκι

nom féminin (symbole)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le panneau avait une flèche qui pointait vers la gauche.
Η πινακίδα είχε ένα βελάκι που έδειχνε προς τα αριστερά.

αυξάνομαι κατακόρυφα

(figuré)

Le prix du beurre s'est envolé l'année dernière.

που απογειώνεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'avion qui montait disparut bientôt dans les nuages.

αιχμή του βέλους

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βεληνεκές

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λέω κτ φεύγοντας

(littéraire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η ηθοποιός ήταν έξαλλη και ως χαριστική βολή αποκάλεσε τον παρουσιαστή της εκπομπής ηλίθιο.

δενδροβάτης

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απότομη αύξηση

nom féminin

On a observé une montée en flèche du harcèlement moral au travail ces derniers mois.

ευθύβολη μπαλιά

nom masculin (Sports : baseball) (μπέιζμπολ)

την πέφτω άγρια σε κπ, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ

(figuré, familier) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il saute à la gorge de ses employés à la moindre de leur erreur.

ανεβαίνω απότομα

(figuré : prix,...)

L'action fit un bond après la bonne nouvelle concernant l'économie.
Η μετοχή ανέβηκε αλματωδώς (or: έκανε άλμα) μόλις ακούστηκαν τα καλά νέα για την οικονομία.

ανεβαίνω απότομα

(figuré : prix,...)

Les prix du pétrole ont fait un bond.
Οι τιμές των καυσίμων ανέβηκαν απότομα.

άσχημη εξέλιξη, άσχημη τροπή

τρέχω

verbe intransitif (figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le prix des aliments est monté en flèche au cours des dernières années.

ρίχνω με ευθεία βολή

locution verbale (Base-ball)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a frappé un coup en flèche vers le centre avant d'atteindre la première base.
Έριξε τη μπάλα με ευθεία βολή στο κέντρο και πήγε στην πρώτη βάση.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flèche στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του flèche

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.