Τι σημαίνει το volar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης volar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του volar στο ισπανικά.
Η λέξη volar στο ισπανικά σημαίνει πετάω, πετάω, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, κοιτώ γρήγορα, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, περνώ γρήγορα, περνάω γρήγορα, πετώ, πετάω, πετάω, πετάω, πηγαίνω με αεροπλάνο, πετάω, πετώ, παρασύρω, παίρνω, βιάζομαι να αποκτήσω κάτι, πτήση με αεροπλάνο, παρασύρομαι, περνώ γρήγορα, φεύγω, ταξιδεύω, περιπλανιέμαι, πετάω με τζετ, πτήση, πετιέμαι, πετάγομαι, ρίχνω, ανατινάζω, καταστρέφω, κλέβω, τσουλάω, τσουλώ, βουτάω, σουφρώνω, ανατινάζω, σηκώνω, γλιστρώ πάνω σε κτ, γλιστρώ πάνω από κτ, που δεν μπορεί να πετάξει, Στρίβε!, Δίνε του!, Πάρε δρόμο!, δεξιότητες πιλότου, τα παρατάω, φεύγω από τη φωλιά, αφήνω τη φωλιά, απογειώνομαι, αρχίζω την πτήση, φεύγω από τη φωλιά, πετάω χαρταετό, πετώ με αεροπλάνω σε πολύ μικρό ύψος, κάνω αιωροπτερισμό, πετάω μακριά, πετάω, επιστρέφω με αεροπλάνο, εκρήγνυμαι, ψήνομαι στον πυρετό, φύγε από εδώ, φεύγω από το πατρικό μου, φεύγω από το πατρικό μου, πιλοτάρω μόνος, επηρεάζω, περνάω ξυστά από κτ, πετώ με ανεμόπτερο, κάνω κύκλους, υπέρβαση, πετάω με αερόστατο, πετώ με αερόστατο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης volar
πετάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Puedes ver volar a los pájaros todos los días. Μπορείς να δεις πουλιά να πετάνε κάθε μέρα. |
πετάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Volamos a San Francisco el verano pasado. |
πετάω, πετώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El piloto volaba a menudo. Ο πιλότος πετούσε συχνά. |
πετάω, πετώ(aviación) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El piloto volaba un 747 Ο πιλότος πετούσε ένα 747. |
κοιτώ γρήγορα, ρίχνω μια γρήγορη ματιάverbo intransitivo (figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Reviso volando estas oraciones de ejemplo. |
περνώ γρήγορα, περνάω γρήγοραverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El tiempo vuela cuando te estás divirtiendo. |
πετώ, πετάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hoy no hay viento suficiente para volar la cometa. |
πετάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Volar puede dar miedo, por eso, algunos pájaros tienen que empujar a sus polluelos del nido para enseñarles. Το πέταγμα μπορεί να είναι τρομακτικό και γι' αυτό πολλά πουλιά πρέπει να σπρώξουν τα μικρά τους έξω από τη φωλιά για να τους διδάξουν πώς γίνεται. |
πετάω, πηγαίνω με αεροπλάνοverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A muchos de nosotros nos gusta volar en busca de la luz del sol de invierno. Σε πολλούς από εμάς αρέσει να πετάμε σ' άλλα μέρη αναζητώντας λίγη χειμωνιάτικη λιακάδα. Πέταξαν για Μεξικό γι' αυτό το Σαββατοκύριακο. |
πετάω, πετώverbo intransitivo (figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las horas vuelan cuando estoy contigo. Οι ώρες πετούν όταν είμαι μαζί σου. |
παρασύρω, παίρνω(αέρας) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El viento voló el billete. Ο άνεμος παρέσυρε το χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου. |
βιάζομαι να αποκτήσω κάτιverbo intransitivo (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las entradas volaron el mismo día en que se pusieron a la venta. |
πτήση με αεροπλάνοverbo intransitivo (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Volar puede ser aterrador para algunas personas. Το να πετάνε μπορεί να είναι τρομακτικό για μερικούς ανθρώπους. |
παρασύρομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La arena vuela por la playa. Σηκώθηκε άμμος στην παραλία. |
περνώ γρήγορα(figurado) Estaba tratando de acabar el examen, pero el tiempo volaba. Προσπαθούσε να τελειώσω το διαγώνισμα, αλλά η ώρα απλά περνούσε γρήγορα. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταξιδεύω, περιπλανιέμαι(mente, pensamientos) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dan trataba de concentrarse en su trabajo, pero su mente volaba. Ο Νταν προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά του, αλλά το μυαλό του ταξίδευε. |
πετάω με τζετverbo intransitivo (en avión) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El presidente voló a New York para la conferencia de prensa. Ο πρόεδρος πέταξε στη Νέα Υόρκη με τζετ για τη συνέντευξη τύπου. |
πτήση(general) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pelota voló hasta dar en el bosque. |
πετιέμαι, πετάγομαιverbo intransitivo (vuelo corto) (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) George voló hasta San Francisco esta mañana para ir a una reunión. |
ρίχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El viento voló los papeles de la mesa. |
ανατινάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La brigada de demolición voló el puente. |
καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλέβω(informal, robar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los ladrones mangaron mi teléfono cuando no estaba mirando. |
τσουλάω, τσουλώ(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Andar en bici es fácil cuando una ráfaga de viento me permite deslizarme sin pedalear. |
βουτάω, σουφρώνω(ES, jerga) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tim le mangó algo de dinero a su madre. |
ανατινάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El equipo de demolición planea tirar abajo el edificio. Η ομάδα κατεδάφισης σχεδιάζει να ανατινάξει εκείνο το κτίριο. |
σηκώνω(informal) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ladrón le mangó la cartera del bolsillo. Ο κλέφτης βούτηξε το πορτοφόλι του άντρα. |
γλιστρώ πάνω σε κτ, γλιστρώ πάνω από κτ(δεν αγγίζω) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El cisne al fin echó a volar. Durante varios metros, estuvo sobrevolando el agua. Ο κύκνος τελικά έφυγε, γλιστρώντας πάνω στην επιφάνεια του νερού για αρκετές γιάρδες. |
που δεν μπορεί να πετάξειlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Στρίβε!, Δίνε του!, Πάρε δρόμο!locución interjectiva (MX, coloquial) (αργκό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
δεξιότητες πιλότου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα παρατάωlocución verbal (MX, coloquial) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φεύγω από τη φωλιά, αφήνω τη φωλιάlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El pajarillo voló del nido y comenzó a buscar comida. |
απογειώνομαι, αρχίζω την πτήσηlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φεύγω από τη φωλιά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πετάω χαρταετό
|
πετώ με αεροπλάνω σε πολύ μικρό ύψος
|
κάνω αιωροπτερισμόlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πετάω μακριά
Después de ser librado del gato, el pájaro se sacudió y luego se echó a volar. |
πετάωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El pájaro se asustó y echó a volar. |
επιστρέφω με αεροπλάνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκρήγνυμαι(coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vi al Hidenburg volar por los aires. |
ψήνομαι στον πυρετό(coloquial) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando Cathy le tocó la frente a su hijo, ardía de fiebre. |
φύγε από εδώ(CL) (μεταφορικά) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
φεύγω από το πατρικό μουlocución verbal (figurado) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ya es hora de que consigan trabajo y...¡a volar del nido! |
φεύγω από το πατρικό μου(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιλοτάρω μόνος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επηρεάζω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Άνεμος αλλαγής πνέει στη λέσχη «Olde Towne». Για πρώτη φορά, γυναίκα γίνεται μέλος αυτής της λέσχης. |
περνάω ξυστά από κτlocución verbal (από πάνω) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Es maravilloso ver a las gaviotas volar al ras de las olas. |
πετώ με ανεμόπτερο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sarah aprendió a volar sin motor en el planeador de su padre. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν είναι δύσκολο να μάθεις να πετάς με ανεμόπτερο. |
κάνω κύκλους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El avión voló en círculos durante una hora esperando a que se disipara la niebla. Το αεροπλάνο έκανε κύκλους για μια ώρα, περιμένοντας να φύγει η ομίχλη. |
υπέρβασηlocución verbal (figurado) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Deja volar tu imaginación y piensa en un lugar adonde ir de viaje. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έκανε πραγματική υπέρβαση όταν μου πρότεινε να βγούμε για φαγητό. |
πετάω με αερόστατο, πετώ με αερόστατοlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los turistas vienen a menudo a esta colina para volar en globo aerostático. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>locución verbal |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του volar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του volar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.