Τι σημαίνει το bajo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bajo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bajo στο ισπανικά.

Η λέξη bajo στο ισπανικά σημαίνει κατεβαίνω, κατεβαίνω, πέφτω, κατεβάζω, χαμηλώνω, υποχωρώ, κατεβαίνω, κατεβαίνω, κατεβαίνω, κατεβάζω ρυθμούς, κόβω ταχύτητα, πέφτω, κατεβάζω, καταστρέφω, διαλύω, συνοδεύω φαγητό με ποτό, κατεβάζω, χαμηλώνω, πέφτω, υποχωρώ, χαμηλώνω, κατεβάζω, προς τα κάτω, κατεβάζω, κατεβάζω, ρίχνω, ρίχνω, κατεβάζω, πέφτω, πέφτω, κάτω, -, μείωση τιμής εξάσκησης, μείωση τιμής άσκησης οψιόν, βαθαίνω, ρηχαίνω, μειώνω, χαμηλώνω, ρηχαίνω, που υποχωρεί, καθυστερώ, κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω, είμαι κατηφορικός, κατεβάζω, αφήνω, ακουμπώ, χαμηλός, βαθύς, κάτω, χαμηλός, βαθύφωνος, κάτω, κάτω από, χαμηλός, μπάσος, χαμηλός, αρχάριος, χαμηλός, μαλακά, απαλά, αθόρυβα, χαμηλή θέση, μπάσο, κάτω, χαμηλός, μείον, κοντός, υπό, χαμηλός, σιγανός, μείον, πλην, μπάσο, απαλός, μπάσο, χαμηλός, χαμηλότερος, μπάσος, χαμηλός, κάτω, χαμηλός, χαμηλός, χαμηλά, χαμηλά, χαμηλού υψομέτρου, κάτω κατάστρωμα, χαμηλά, σιγανά, χαμηλά, σιγά, χαμηλά, μπάσο, υπό, -, σύμφωνα με, με βάση, υπό την καθοδήγηση, υπό την εποπτεία, ποδόγυρος, κάτω από, κατεβαίνω από κτ, βάζω κπ στη θέση του, παίρνω πίπα, κάνω τσιμπούκι, χαλαρώνω, ξεφορτώνω, υποβαθμίζω, υποβιβάζω, χάνω βάρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bajo

κατεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sigue bajando hasta que llegues a la base de la montaña.

κατεβαίνω

(escalera, colina, etc)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si bajas estas escaleras, llegarás al sótano.

πέφτω

verbo intransitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los precios han bajado en esta tienda.
Οι τιμές έχουν πέσει σ' αυτό το μαγαζί.

κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert descargó una película para verla por la noche.
Ο Ρόπμπερτ κατέβασε να δει μια ταινία εκείνο το βράδυ. Ο Χάρυ κατέβασε τα αρχεία που χρειάζονταν απ' τον εταιρικό σέρβερ.

χαμηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Ojalá bajaras el volumen de esa música!

υποχωρώ

verbo transitivo (στάθμη νερού)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los vecinos podrán volver cuando baje el agua.
Θα επιτραπεί στους κατοίκους να επιστρέψουν όταν το νερό υποχωρήσει.

κατεβαίνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El capitán dio las instrucciones y la tripulación y bajó a su cabina.

κατεβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sube y dile a tu hermana que baje a cenar.
Πήγαινε επάνω και πες στην αδερφή σου να κατέβει για δείπνο.

κατεβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El conductor bajó del camión para revisar las ruedas.
Ο οδηγός της νταλίκας κατέβηκε απ' την καμπίνα για να ελέγξει τα λάστιχα.

κατεβάζω ρυθμούς, κόβω ταχύτητα

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πέφτω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κατεβάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bajó la caja del estante.
Κατέβασε το κουτί από το ράφι.

καταστρέφω, διαλύω

verbo transitivo (figurado, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνοδεύω φαγητό με ποτό

verbo transitivo (coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito leche para bajar las galletas.

κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estela bajó la ventanilla del coche.

χαμηλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tienda baja los precios para las rebajas.
Το μαγαζί χαμηλώνει τις τιμές για τις εκπτώσεις.

πέφτω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El precio de la gasolina volvió a bajar.
Η τιμή του πετρελαίου έπεσε περισσότερο από ποτέ.

υποχωρώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un cangrejo se quedó varado en la arena a medida que la marea bajaba.
Ένα καβούρι ξέμεινε στην άμμο καθώς η παλίρροια υποχώρησε.

χαμηλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, ¡baja el volumen de la radio!
Χαμήλωσε τον ήχο στο ράδιο, σε παρακαλώ!

κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una vez en el avión, bajó los reposabrazos y se ajustó el cinturón.
Στο αεροπλάνο, κατέβασε τα στηρίγματα του καθίσματος και έδεσε τη ζώνη του.

προς τα κάτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bajaron la montaña.
Περπάτησαν προς τα κάτω στο βουνό.

κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bárbara bajó las cortinas.

κατεβάζω, ρίχνω

(μεταφορικά: την τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le bajó el precio hasta los $45.
Ρίξαμε την τιμή στα 45 δολάρια.

ρίχνω, κατεβάζω

verbo transitivo (τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A este vestido le falta un botón. ¿Podías bajar un poco el precio?
Λείπει ένα κουμπί απ' αυτό το φόρεμα. Θα μπορούσατε να κάνετε δύο λίρες σκόντο;

πέφτω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El nivel del agua bajará con la bajamar.
Η στάθμη των υδάτων θα πέσει την ώρα της άμπωτης.

πέφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Han bajado las existencias hoy.
Η μετοχή έπεσε σήμερα.

κάτω

(μεταφορικά: νότια)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Este año bajaremos a Italia para pasar las vacaciones.
Φέτος θα πάμε για διακοπές κάτω στην Ιταλία.

-

verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Los precios han bajado en las últimas semanas.
Οι τιμές έπεσαν τις τελευταίες εβδομάδες.

μείωση τιμής εξάσκησης, μείωση τιμής άσκησης οψιόν

verbo transitivo (οικονομία: δικαίωμα προαίρεσης)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βαθαίνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El fondo marino baja a medida que te vas alejando de la costa.

ρηχαίνω

verbo intransitivo (agua)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μειώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deberías bajar el nivel emocional de ese escrito.
Θα πρέπει να μειώσεις τη συναισθηματική φόρτιση σ' αυτό το κείμενο.

χαμηλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puedes bajar el tono aflojando las cuerdas de la guitarra.
Μπορείς να χαμηλώσεις τον τόνο χαλαρώνοντας τις χορδές της κιθάρας.

ρηχαίνω

verbo transitivo (agua)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που υποχωρεί

(nivel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El nivel de las aguas del lago, que baja rápidamente, preocupa a la comunidad.

καθυστερώ

(producción)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El proyecto empezó bien, pero entonces se topó con problemas y empezó a decaer.
To πρότζεκτ ξεκίνησε καλά, αλλά προέκυψαν δυσκολίες και άρχισε να καθυστερεί.

κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω

(πάω προς τα κάτω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Empezó a nevar y decidimos descender.

είμαι κατηφορικός

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre cierro las cortinas en la noche.

αφήνω, ακουμπώ

(objeto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patsy puso los bolígrafos sobre la mesa.
Η Πάτσι ακούμπησε τα στιλό της στο γραφείο. Η μητέρα του παιδιού το άφησε στο έδαφος κι αυτό έτρεξε να κάνει κούνια.

χαμηλός

adjetivo (altura)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta habitación es de techo bajo.
Αυτό το δωμάτιο έχει χαμηλά ταβάνια.

βαθύς

adjetivo (escote) (ντεκολτέ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El escote bajo de la mujer atrajo la atención de todos los hombres en la habitación.

κάτω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χαμηλός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαθύφωνος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάτω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El mecánico está trabajando bajo el auto.
Ο μηχανικός εργάζεται κάτω από το αυτοκίνητο.

κάτω από

preposición

Pocas personas han explorado los túneles bajo la ciudad.
Λίγοι είχαν εξερευνήσει ποτέ τις κατακόμβες κάτω από την πόλη.

χαμηλός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El nivel de inscripciones para la competición de este año es muy bajo.
Το επίπεδο των συμμετοχών στο φετινό διαγωνισμό είναι πολύ χαμηλό.

μπάσος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todos se asustaron por el repentino sonido bajo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ακούστηκε ένας βαθύς ήχος και κανένας μας δεν ήξερε από πού ερχόταν.

χαμηλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La fiebre baja es un síntoma común de gripe.

αρχάριος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mayoría de los graduados universitarios empiezan con un trabajo bajo, pero esperan ascender rápidamente.

χαμηλός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαλακά, απαλά, αθόρυβα

(sonido) (ήχος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hablaba tan bajo que no podía escucharla.

χαμηλή θέση

adjetivo

Debido a su baja posición en la empresa, a David le pagaban poco.

μπάσο

nombre masculino (βαθιά αντρική φωνή)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κάτω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La roca produjo un gran ruido y se hundió bajo la superficie del agua.
Η πέτρα έκανε ένα μεγάλο παφλασμό και εξαφανίστηκε κάτω από το νερό.

χαμηλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Oyes ese ruido bajo?
Ακούς αυτό το χαμηλό βουητό;

μείον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estuvimos a diez grados bajo cero este invierno en la calle.

κοντός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπό

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
El general respeta a la gente bajo su comando.
Ο στρατηγός σέβεται όσους είναι κάτω από αυτόν.

χαμηλός, σιγανός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le habló muy bajito al oído.
Μίλησε στο αφτί του με πολύ χαμηλή (or: σιγανή) φωνή.

μείον, πλην

adjetivo (calificación)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Paul sacó una nota B baja en el examen.

μπάσο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Howard toca el bajo en una banda de rock.
Ο Χάουαρντ παίζει μπάσο στο ροκ συγκρότημα.

απαλός

(música)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El restaurante tenía música baja sonando de fondo.
Το εστιατόριο έπαιζε απαλή μουσική στο βάθος.

μπάσο

nombre masculino (συχνά πληθυντικός: μπάσα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El bajo en este estéreo suena muy fuerte.
Τα μπάσα σε αυτό το στερεοφωνικό είναι πολύ δυνατά.

χαμηλός

(precio)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La tienda vende vaqueros a precios muy bajos.
Το κατάστημα πουλάει τζιν σε πολύ χαμηλές τιμές.

χαμηλότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Viene de una casta baja en la India.
Προέρχεται από μία χαμηλότερη κάστα της Ινδίας.

μπάσος

nombre común en cuanto al género

Michael es tenor, pero Owen es bajo.
Ο Μάικλ είναι τενόρος αλλά ο Όουεν είναι βαθύφωνος.

χαμηλός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El nivel de agua está bajo, deberíamos añadir un poco.

κάτω

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El estante bajo se está combando por el peso de los libros.

χαμηλός

(rango) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pertenecía a la clase baja.
Ήταν από χαμηλή κάστα.

χαμηλός

(μεταφορικά: αρνητικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tengo una baja opinión de gente como él.
Έχω χαμηλή εκτίμηση προς τα άτομα όπως αυτός.

χαμηλά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El sol estaba bajo y a punto de ponerse.
Ο ήλιος ήταν χαμηλά και έτοιμος να δύσει.

χαμηλά

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era muy temprano en la mañana y el sol todavía estaba bajo.

χαμηλού υψομέτρου

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάτω κατάστρωμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El primer oficial estaba bajo cubierta.

χαμηλά, σιγανά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Habló bajo para que nadie pudiera oírlo.
Μίλησε χαμηλόφωνα (or: σιγανά) για να μην τον ακούσει κανείς.

χαμηλά

(música)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si eres barítono no nos sirves, para esta canción necesitamos un tono muy bajo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ελπίζω να τραγουδάς μπάσα, γιατί αυτό το τραγούδι πρέπει να το πεις πολύ χαμηλά (or: σε πολύ χαμηλό τόνο).

σιγά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Habla bajo, ¡no estoy sordo!

χαμηλά

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La regla de las acciones es: ¡compra bajo, vende alto!
Ο κανόνας στο χρηματιστήριο είναι: αγόρασε χαμηλά και πούλα ψηλά!

μπάσο

nombre masculino (συχνά πληθυντικός: μπάσα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Steve siempre hace el bajo cuando tocamos la armonía en cuatro partes.

υπό

preposición

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las cosas mejoraron bajo el reinado de la reina.

-

adverbio (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¿Bajo qué concepto archivo estos recibos?
Σε ποια κατηγορία να αρχειοθετήσω αυτές τις αποδείξεις;

σύμφωνα με, με βάση

preposición

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bajo las leyes actuales tú tienes mucho poder.

υπό την καθοδήγηση, υπό την εποπτεία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Él estudió bajo la tutela de un maestro.

ποδόγυρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En nuestra escuela, el dobladillo de las niñas debe estar por debajo de la rodilla.

κάτω από

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κατεβαίνω από κτ

Aquí es común que los pasajeros le agradezcan al conductor cuando se bajan del bus.

βάζω κπ στη θέση του

locución verbal (coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Frank era un poco pedante al principio, pero el nuevo maestro le bajó los humos.
Ο Φρανκ ήταν λίγο επιδεικτικός στην αρχή, αλλά ο δάσκαλος τον έβαλε στη θέση του.

παίρνω πίπα, κάνω τσιμπούκι

(vulgar; a una mujer) (χυδαίο: σε άντρα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ella no quiere tener sexo con él, pero lo deja que le coma el coño.
Δεν κάνει σεξ μαζί του, αλλά τον αφήνει να της κάνει γλειφομούνι.

χαλαρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεφορτώνω

(un vehículo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Alguien está disponible para ayudarme a descargar la camioneta?
Μπορεί κάποιος να με βοηθήσει να ξεφορτώσω το φορτηγό;

υποβαθμίζω, υποβιβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Degradaron al oficial por conducta inmoral.

χάνω βάρος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si quieres adelgazar, come menos y haz más ejercicios.
Αν θέλεις να χάσεις βάρος, να τρως λιγότερο και να ασκείσαι περισσότερο.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bajo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του bajo

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.