Τι σημαίνει το withdrawn στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης withdrawn στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του withdrawn στο Αγγλικά.

Η λέξη withdrawn στο Αγγλικά σημαίνει που αποσύρθηκε, που έχει κλειστεί στον εαυτό του, αποσύρομαι, αποσύρομαι από κτ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, αποσύρομαι από κτ, αποσύρομαι, αποσύρω, αποσύρω, αποσύρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης withdrawn

που αποσύρθηκε

adjective (removed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The withdrawn goods were sent back to the manufacturer.
Τα προϊόντα που αποσύρθηκαν εστάλησαν πίσω στον κατασκευαστή.

που έχει κλειστεί στον εαυτό του

adjective (person: not communicating) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Since the accident, Ned has become withdrawn.
Μετά το ατύχημα, ο Νεντ έχει κλειστεί στον εαυτό του.

αποσύρομαι

intransitive verb (military: retreat)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The regiment was forced to withdraw after suffering heavy casualties.

αποσύρομαι από κτ

(military: retreat from, pull out of)

The troops withdrew from the region.
Τα στρατεύματα αποσύρθηκαν από την περιοχή.

αποσύρομαι, αποτραβιέμαι

(draw away)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After the death of her parents she just withdrew from society.
Μετά το θάνατο των γονιών της, αποσύρθηκε (or: αποτραβήχτηκε) από την κοινωνία.

αποσύρομαι από κτ

(end your involvement in)

The player's injury forced him to withdraw from the competition.
Ο τραυματισμός του παίκτη τον ανάγκασε να αποσυρθεί από τον αγώνα.

αποσύρομαι

intransitive verb (formal (move away, leave) (επίσημο, σπάνιο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Shall we withdraw to the living room?
Θα ήθελες να αποσυρθούμε στο σαλόνι;

αποσύρω

transitive verb (retract)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He withdrew the accusations.
Απέσυρε τις κατηγορίες.

αποσύρω

transitive verb (product: remove)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They had to withdraw the product from the market.
Αναγκάστηκαν να αποσύρουν το προϊόν από την αγορά.

αποσύρω

transitive verb (money: take from account)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I would like to withdraw a hundred pounds from my account.
Θέλω να σηκώσω εκατό λίρες από τον λογαριασμό μου.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του withdrawn στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του withdrawn

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.