Τι σημαίνει το woman στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης woman στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του woman στο Αγγλικά.
Η λέξη woman στο Αγγλικά σημαίνει γυναίκα, γυναίκα, γυναικάκι, διαφημίστρια, διαφημίστρια, όπως όλοι, μελαμψή, μαύρη, τυφλή, γυναίκα καριέρας, γυναίκα για καριέρα, καθαρίστρια, απλή πολίτης, άνθρωπος της εταιρείας, άνθρωπος της εταιρίας, απατεώνισσα, επαρχιώτισσα, ντιλιβερού, κοινή γυναίκα, ωραία γκόμενα, ελεύθερος άνθρωπος, μεγάλη γυναίκα, πληρωμένη δολοφόνος, γυναίκα της οποίας η τιμή έχει αποκατασταθεί, ερωμένη πλούσιου άντρα που συντηρείται από αυτόν, αποκαθιστώ, παντρεμένη, ώριμη γυναίκα, Νεάντερταλ, ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα, άτυχη, γυναίκα μετά την εμμηνόπαυση, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων, γυναίκα χαλαρών ηθών, σοουγούμαν, showwoman, ελεύθερη γυναίκα, εργένισσα, κασκαντέρ, ερωμένη, η άλλη, τρανς, λευκή, εκλεπτυσμένη γυναίκα, γυναίκα προς γυναίκα, γυναικείο προνόμιο, γυναικείος, γυναικεία δουλειά, γυναίκα που ανήκει στην εργατική τάξη, νεαρή γυναίκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης woman
γυναίκαnoun (adult female) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She is a beautiful woman. Είναι όμορφη γυναίκα. |
γυναίκαnoun (slang (female partner) (αργκό: όχι σύζυγος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My woman treats me right. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Καιρό έχουμε να τα πούμε! Πως είναι η γυναίκα; Είστε ακόμα μαζί; |
γυναικάκιnoun (pejorative, informal (wife) (καθομ, ενίοτε μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I have to go home to the little woman. |
διαφημίστριαnoun (dated (female who works in advertising) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαφημίστριαnoun (informal (female who works in advertising) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
όπως όλοιexpression (just as much as anyone else) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μελαμψήnoun (dark-skinned female) |
μαύρηnoun (female of African descent) |
τυφλήnoun (female who cannot see) |
γυναίκα καριέρας, γυναίκα για καριέραnoun (professional female) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καθαρίστριαnoun (female cleaner) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My grandmother always tidies up before her cleaning woman arrives. |
απλή πολίτηςnoun (female commoner, without title) |
άνθρωπος της εταιρείας, άνθρωπος της εταιρίαςnoun (loyal female worker) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
απατεώνισσαnoun (informal (female confidence trickster) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επαρχιώτισσαnoun (female who lives in countryside) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ντιλιβερούnoun (female who delivers goods) (καθομιλουμένη: τρόφιμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοινή γυναίκαnoun (dated, figurative (prostitute) (ευφημισμός) |
ωραία γκόμεναnoun (slang (attractive female) (αργκό) That Stacy is one foxy woman. I'm going to ask her out on a date. |
ελεύθερος άνθρωποςnoun (female: not captive or incarcerated) |
μεγάλη γυναίκαnoun (adult female) She dresses like a grown woman, but she's still a young girl. |
πληρωμένη δολοφόνοςnoun (female hired murderer) |
γυναίκα της οποίας η τιμή έχει αποκατασταθείverbal expression (dated, humorous (marry) (παλαιό, χιουμοριστικό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sara's father was happy because Tom had made an honest woman of her. |
ερωμένη πλούσιου άντρα που συντηρείται από αυτόνnoun (dated (lives off rich man) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αποκαθιστώverbal expression (dated, humorous (marry) (παλαιό ή χιουμοριστικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sara's father was happy because Tom had made an honest woman of her. |
παντρεμένηnoun (woman who is [sb]'s wife) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Julia is a married woman with two children. |
ώριμη γυναίκαnoun (middle-aged female) (μεταφορικά) |
Νεάντερταλnoun (early female) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ηλικιωμένη κυρία/γυναίκαnoun (elderly lady) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Every day I see the same little old woman sitting on that park bench feeding pigeons. |
άτυχηnoun (woman who is unfortunate) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γυναίκα μετά την εμμηνόπαυσηnoun (female who no longer menstruates) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υπεύθυνη δημοσίων σχέσεωνnoun (informal (female Public Relations officer) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γυναίκα χαλαρών ηθώνnoun (dated (prostitute, promiscuous female) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Sadly, because of her unfaithfulness to her husband, she was called a scarlet woman. |
σοουγούμαν, showwomannoun (female performer) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ελεύθερη γυναίκα, εργένισσαnoun (adult female without a partner) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She broke up with her boyfriend and is now a single woman again. |
κασκαντέρnoun (female: performs dangerous feats) (γυναίκα) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ερωμένηnoun (archaic (illicit female lover) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
η άλληnoun (figurative (married man's female lover) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρανςnoun (transgender woman) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
λευκήnoun (adult Caucasian female) |
εκλεπτυσμένη γυναίκαnoun (sophisticated woman) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My Aunt Charlotte was really a woman of the world. |
γυναίκα προς γυναίκαadverb (from one woman to another) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
γυναικείο προνόμιοnoun (female's right) |
γυναικείοςadjective (resembling female) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γυναικεία δουλειάnoun (controversial! (household chores and child-rearing) (πιθανά προσβλητικό) |
γυναίκα που ανήκει στην εργατική τάξηnoun (adult female in paid employment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νεαρή γυναίκαnoun (youthful adult female) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του woman στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του woman
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.