Τι σημαίνει το wit στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wit στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wit στο Αγγλικά.

Η λέξη wit στο Αγγλικά σημαίνει έξυπνο χιούμορ, σύνεση, φρονιμάδα, σπίρτο, είμαι σε απόγνωση, που δεν ξέρει τι άλλο να κάνει, το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν, στεγνό χιούμορ, βλάκας, ευστροφία, ετοιμολογία, ευστροφία, δηλαδή, επομένως, άρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wit

έξυπνο χιούμορ

noun (clever humor)

People like this comic because of his wit.
Στον κόσμο αρέσει αυτό το κόμικ λόγω του έξυπνου χιούμορ του.

σύνεση, φρονιμάδα

noun (good sense)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When her son left for university, Catherine hoped he had the wit not to get mixed up with the wrong people.
Όταν ο γιος της έφυγε για το πανεπιστήμιο, η Κάθριν ήλπιζε ότι θα είχε το μυαλό να μην μπλέξει με λάθος ανθρώπους.

σπίρτο

noun (cleverly humorous person) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The TV presenter got the job because she was a wit.
Η τηλεπαρουσιάστρια πήρε την δουλειά επειδή ήταν σπίρτο.

είμαι σε απόγνωση

adjective (upset, frustrated)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Kathy was at her wit's end with worry when her son failed to come home from school.
Η Κάθι ήταν σε απόγνωση όταν ο γιος της δε γύρισε σπίτι από το σχολείο.

που δεν ξέρει τι άλλο να κάνει

adjective (unable to find a solution)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Having spent three hours unsuccessfully trying to fix the photocopier, Dave was at his wit's end.
Μετά από τρεις ώρες που προσπαθούσε να φτιάξει το φωτοτυπικό ο Ντέιβ δεν ήξερε πια τι άλλο να κάνει.

το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν

expression (speaking concisely)

στεγνό χιούμορ

noun (ironic humour)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He had such a dry wit that sometimes it took me a while to realize he was joking.

βλάκας

noun (pejorative (stupid person) (υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Harry is a real half-wit.

ευστροφία

noun (sharpness, intelligence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Not only is he intelligent, he has a quick wit.

ετοιμολογία

noun (figurative (being funny, clever)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευστροφία

noun (quick thinking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δηλαδή, επομένως, άρα

adverb (that is to say)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Hera was a divinity: to wit, an ancient Greek goddess.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wit στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του wit

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.