Τι σημαίνει το without question στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης without question στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του without question στο Αγγλικά.

Η λέξη without question στο Αγγλικά σημαίνει χωρίς, χωρίς, χωρίς, έξω, τα καταφέρνω χωρίς κτ, αντέχω χωρίς κπ/κτ, τα βγάζω πέρα χωρίς, στερούμαι, στερούμαι, αδικαιολογήτως απών, εννοείται, περιλαμβάνει χωρίς περιορισμούς, ζω χωρίς, ομολογώ άνευ πιέσεως, υπουργός ανευ χαρτοφυλακίου, που μπορεί ν' αλλάξει χωρίς προειδοποίηση, είναι αυτονόητο, την έβαψα, χωρίς διακοπή, χωρίς να έχω ιδέα, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα, χωρίς αμφιβολία, χωρίς να αφήσω ίχνη πίσω μου, χωρίς να πω μια λέξη, χωρίς ούτε μια λέξη, χωρίς φασαρία, χωρίς φασαρίες, ατάραχος, ευθέως, απρόσεχτα, χωρίς συμβιβασμούς, ασταμάτητα, αδιάκοπα, αδυσώπητα, παντοτεινά, αιωνίως, ανώτερα, απαράμιλλα, ανώτερος, απαράμιλλος, ανεξαιρέτως, κάθε φορά, σίγουρα, οπωσδήποτε, αβάσιμος, χωρίς άλλη καθυστέρηση, γρήγορα, χωρίς να χρειαστεί να το εξηγήσω με κάθε λεπτομέρεια, χωρίς δισταγμό, χωρίς ελπίδα, απελπιστικός, απελπισμένος, αβοήθητος, χωρίς να κοιτάξω πίσω μου, χωρίς έλεος, απροειδοποίητα, ανώτερα, απαράμιλλα, ανώτερος, απαράμιλλος, δίκαια, αμερόληπτα, αντικειμενικά, μετ' επιφυλάξεως παντός δικαιώματος, χωρίς αιτία και αφορμή, χωρίς λόγο, αδιάφορα, χωρίς να υπολογίζω κτ, χωρίς να σκέφτομαι κτ, χωρίς λόγο, αβάσιμος, ξεδιάντροπα, ξετσίπωτα, αδιάντροπα, ασταμάτητα, αδιάκοπα, αδυσώπητα, ανεπιτυχώς, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς να πω μια λέξη, χωρίς ούτε μια λέξη, χωρίς λόγια, παντοτεινά, για πάντα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης without question

χωρίς

preposition (lacking)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
I went to work without my mobile phone today.
Πήγα στη δουλειά δίχως το κινητό μου σήμερα.

χωρίς

preposition (excluding)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Don't go to the cinema without me.
Μην πας στο σινεμά δίχως εμένα.

χωρίς

preposition (lacking [sth])

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
She sang without enthusiasm.
Τραγουδούσε δίχως ενθουσιασμό.

έξω

preposition (literary (outside of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It is smoky within the house and foggy without.

τα καταφέρνω χωρίς κτ

phrasal verb, intransitive (abstain)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We've run out of milk; you'll have to do without until I can get to the shops.

αντέχω χωρίς κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (endure not having)

James can't do without his morning coffee, so he has bought himself an espresso machine.
Ο Τζέιμς δεν την παλεύει χωρίς πρωινό καφέ οπότε αγόρασε μια εσπρεσσιέρα.

τα βγάζω πέρα χωρίς

phrasal verb, transitive, inseparable (not need) (δεν χρειάζομαι, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can get along without luxuries in this economy.

στερούμαι

phrasal verb, transitive, inseparable (be deprived of, not have)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A camel can go without water for a week. Personally, I can go without television.
Προσωπικά, μπορώ να κάνω και χωρίς τηλεόραση.

στερούμαι

phrasal verb, intransitive (not have [sth], suffer deprivation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My parents went without so that my sister and I could have everything we needed.

αδικαιολογήτως απών

adjective (soldier: missing)

He refused to go back to base after his home leave, so he was declared absent without leave.
Αρνήθηκε να γυρίζει πίσω στη βάση μετά την άδειά του και έτσι κηρύχθηκε αδικαιολογήτως απών.

εννοείται

verbal expression (be obvious)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
It goes without saying that you can't leave your bike unlocked in the city.

περιλαμβάνει χωρίς περιορισμούς

expression (law: including said thing and maybe more)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω χωρίς

(be deprived of: [sth] or [sb])

ομολογώ άνευ πιέσεως

verbal expression (freely admit one's guilt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The police were surprised she made a confession without duress; the thought they would have to pressure her into admitting guilt.

υπουργός ανευ χαρτοφυλακίου

noun (government official without specific remit)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που μπορεί ν' αλλάξει χωρίς προειδοποίηση

adjective (liable to vary without warning)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tour prices are subject to change without notice due to currency fluctuations.

είναι αυτονόητο

interjection (informal (that is self-evident)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
You always look lovely - that goes without saying.

την έβαψα

expression (vulgar, figurative, slang (in trouble) (καθομιλουμένη)

χωρίς διακοπή

adverb (incessantly, non stop)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I worked straight through from noon till 9 p.m. without a break.

χωρίς να έχω ιδέα, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα

adverb (not knowing)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I went into the meeting without a clue about why they wanted to see me.

χωρίς αμφιβολία

adverb (definitely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Without a doubt, this is the best chocolate cake I've ever tasted.

χωρίς να αφήσω ίχνη πίσω μου

adverb (leaving no indication or mark)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς να πω μια λέξη, χωρίς ούτε μια λέξη

adverb (silently, saying nothing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς φασαρία, χωρίς φασαρίες

adverb (informal (in straightforward way)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
And then, without any fuss, he grabbed the document and signed it.

ατάραχος

adverb (figurative (impassively, not reacting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευθέως

adverb (informal (in a straightforward way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He told me right away what he thought, without beating about the bush.

απρόσεχτα

adverb (in a careless way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χωρίς συμβιβασμούς

adverb (by making no concessions)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ασταμάτητα, αδιάκοπα, αδυσώπητα

adverb (relentlessly or continuously)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This house is haunted and these ghosts torment us without end!

παντοτεινά, αιωνίως

adjective (eternal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Heaven is a paradise without end.

ανώτερα, απαράμιλλα

adverb (unmatched, superior)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She is a singer without equal.

ανώτερος, απαράμιλλος

adjective (unmatched, superior)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεξαιρέτως

adverb (all included)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You must arrive on time for this job every day without exception.

κάθε φορά

adverb (invariably)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Our mail's delivered at 11:30 each morning without fail. When we go out to eat, without fail Robert orders a steak.

σίγουρα, οπωσδήποτε

adverb (for certain)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Promise me you'll be home by midnight without fail.

αβάσιμος

adverb (with no basis in truth)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Your accusation is without foundation. Many of the advertising claims for that product are without foundation.

χωρίς άλλη καθυστέρηση

expression (immediately, with no more delay)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

γρήγορα

expression (promptly, without postponing anymore)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χωρίς να χρειαστεί να το εξηγήσω με κάθε λεπτομέρεια

adverb (informal (implicitly, tacitly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I hope that you'll accept what I say without my having to spell things out.

χωρίς δισταγμό

adverb (immediately, willingly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The soldier was willing to shoot without hesitation.

χωρίς ελπίδα

adverb (desperately, helplessly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
After being stranded in the woods for three days, the hikers felt their situation was without hope.

απελπιστικός, απελπισμένος, αβοήθητος

adjective (desperate, helpless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωρίς να κοιτάξω πίσω μου

adverb (with no regrets) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rob left the job without looking back and says it was the best decision he's ever made.

χωρίς έλεος

adverb (cruelly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The drug-crazed killer shot the innocent bystander seven times without mercy.

απροειδοποίητα

adverb (with no warning)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I was always on time and did my job well, but my boss fired me without notice.

ανώτερα, απαράμιλλα

adverb (unmatched, superior)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ανώτερος, απαράμιλλος

adjective (unmatched, superior)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His talent is without parallel.

δίκαια, αμερόληπτα, αντικειμενικά

adverb (fairly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Governmental programs must be administered without prejudice.

μετ' επιφυλάξεως παντός δικαιώματος

adverb (law: without loss of rights or privileges.)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This case is dismissed without prejudice.

χωρίς αιτία και αφορμή, χωρίς λόγο

adverb (unnecessarily, unprompted)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In the middle of the speech, Mr. Walters just walked out of the room without reason.

αδιάφορα

expression (with no concern for)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He kept talking loudly on his cell phone without regard to the other theater patrons.

χωρίς να υπολογίζω κτ, χωρίς να σκέφτομαι κτ

preposition (with no concern for)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Millionaires can buy what they want without respect to the cost.

χωρίς λόγο

adverb (inexplicably)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He yells at me without rhyme or reason, and I just can't understand why.

αβάσιμος

expression (inexplicable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Your belief that Daisy doesn't like you is without rhyme or reason; she's never done anything to make you think that.

ξεδιάντροπα, ξετσίπωτα, αδιάντροπα

adverb (brazenly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She wore the mini skirt and halter top to the funeral without shame.

ασταμάτητα, αδιάκοπα, αδυσώπητα

adverb (relentlessly or continuously)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He complained about the new regulation without stopping.

ανεπιτυχώς

adverb (unsuccessfully, in vain)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Thomas Edison worked without success on his light bulb for many years, but he never gave up.

χωρίς προειδοποίηση

adverb (unexpectedly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Without warning, the power went out and left us in the dark.

χωρίς να πω μια λέξη, χωρίς ούτε μια λέξη

adverb (silently, without saying anything)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς λόγια

adverb (in pictures only)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παντοτεινά, για πάντα

adverb (literary (forever)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του without question στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του without question

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.