Τι σημαίνει το woken στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης woken στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του woken στο Αγγλικά.

Η λέξη woken στο Αγγλικά σημαίνει ξυπνάω, ξυπνάω, αγρυπνία, απόνερα, μετά, κατόπιν, έπειτα, ανασταίνομαι, ανασταίνω, ξυπνάω, ξυπνώ, αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ, ξυπνάω, στον απόηχο, στο κατόπι, μετά από, μαθαίνω, ξύπνημα, ξύπνημα, ξεφτέρι, σαΐνι, σπίρτο, τσακάλι, δρυοκολάπτης, τηλεφώνημα για να ξυπνήσει κάποιον, προειδοποίηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης woken

ξυπνάω

intransitive verb (wake up, stir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She wakes at seven o'clock in the morning.
Ξυπνάει στις εφτά το πρωί.

ξυπνάω

transitive verb (wake up, rouse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you wake me before you go to work?
Θα με ξυπνήσεις πριν φύγεις για τη δουλειά;

αγρυπνία

noun (before funeral) (πριν την κηδεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They are having a wake for their grandfather at the funeral home.
Κάνουν αγρυπνία για τον παππού τους στο γραφείο κηδειών.

απόνερα

noun (trail of a boat in water)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The boat left a large wake behind it as it moved.
Το σκάφος άφηνε απόνερα πίσω του καθώς προχωρούσε.

μετά, κατόπιν, έπειτα

noun (figurative (aftermath) (γενικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
In the wake of the storm, they had to clear the fallen branches.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στον απόηχο της απρόσμενης νίκης της ομάδας Χ κανείς δεν κάνει προβλέψεις για τον νικητή του τελικού.

ανασταίνομαι

intransitive verb (rise from the dead)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jesus called out to the dead Lazarus, and he woke.

ανασταίνω

transitive verb (raise from the dead)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jesus called out to the dead Lazarus and woke him.

ξυπνάω, ξυπνώ

phrasal verb, intransitive (awake from sleep)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I wake up every day at six o'clock.
Κάθε μέρα ξυπνάω στις έξι το πρωί.

αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ

(figurative (become aware of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After seeing the note in his pocket, Marsha woke up to the fact that her husband was having an affair.
Αφού είδε το σημείωμα στην τσέπη του, η Μάρσα πήρε χαμπάρι πως ο άντρας της έχει παράλληλη σχέση.

ξυπνάω

phrasal verb, transitive, separable (awaken from sleep)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He woke me up to tell me I was snoring.
Με ξύπνησε για να μου πει ότι ροχάλιζα.

στον απόηχο, στο κατόπι, μετά από

preposition (following)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the wake of the game the fans ran onto the pitch. In the wake of the Beatles' success a number of British bands released records in the US.
Μετά από το παιχνίδι, οι οπαδοί έτρεξαν στο γήπεδο. Στον απόηχο της επιτυχίας των Μπιτλς, πολλά βρετανικά συγκροτήματα κυκλοφόρησαν δίσκους στην Αμερική.

μαθαίνω

verbal expression (figurative (make aware of) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He woke her up to the joys of yoga.
Τη μύησε στις χάρες της γιόγκα.

ξύπνημα

noun (waking up) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξύπνημα

noun (being awakened) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The hotel guests had a sudden wake-up at 3 a.m. when the fire alarm went off.

ξεφτέρι, σαΐνι, σπίρτο, τσακάλι

noun (AU, informal (mentally sharp person) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You won't manage to get one over on Alf; he's a wake-up.

δρυοκολάπτης

noun (informal (bird: woodpecker) (ορνιθολογία, επίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τηλεφώνημα για να ξυπνήσει κάποιον

noun (phone call to wake [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Matthew asked the hotel to send a wake-up call to his room in the morning.

προειδοποίηση

noun (figurative (warning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It was a real wake-up call when she realized her daughter was gone.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του woken στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του woken

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.