Τι σημαίνει το ácido στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ácido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ácido στο ισπανικά.

Η λέξη ácido στο ισπανικά σημαίνει οξύ, όξινος, καυστικός, οξύς, LSD, ξινός, όξινος, λεμονάτος, όξινος, σκληρός, στυφός, οξύς, με γεύση ξιδιού, οξύς, σκληρός, νιασίνη, φαινόλη, τρυγία, μη όξινος, λίγο/ελαφρώς όξινος/ξυνός, ασκορβικό οξύ, κιτρικό οξύ, δεψικό οξύ, ουρικό οξύ, βιταμίνη C, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, λιποϊκό οξύ, γαστρικό οξύ, φολικό οξύ, φυλλικό οξύ, oξικό οξύ, βορικό οξύ, γαλακτικό οξύ, νιτρικό οξύ, νουκλεϊκό οξύ, σαλικυλικό οξύ, δεσοξυριβοζονουκλεϊνικό οξύ, διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος, υδροχλωρικό οξύ, υαλουρονικό οξύ, ελαφρώς όξινος, βιταμίνη C, μαστούρα από LSD, υδρόθειο, ξινίλα, λιπαρό οξύ, θειικό οξύ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ácido

οξύ

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El agua de lluvia a veces contiene ácidos que descomponen las rocas.

όξινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La salsa tenía un extraño gusto ácido.

καυστικός, οξύς

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su humor ácido resultaba divertidísimo cuando no estaba hablando de ti.

LSD

(sigla, droga) (συντομογραφία: ξενικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tomé algo de LSD en la universidad pero no lo disfruté.

ξινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jane hizo unas muecas cuando probó el limón ácido.
Η Τζέιν έκανε γκριμάτσες καθώς δοκίμαζε το ξινό λεμόνι.

όξινος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El papel de tornasol azul se vuelve rojo cuando entra en contacto con una sustancia ácida.

λεμονάτος

adjetivo (γεύση: λεμόνι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όξινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este yogur está ácido; creo que se ha echado a perder.

σκληρός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στυφός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ayer hice mermelada, pero creo que no le eché suficiente azúcar. Está un poco ácida.
Έφτιαξα μαρμελάδα χθες, αλλά δεν νομίζω να έβαλα αρκετή ζάχαρη· είναι λιγάκι στυφή.

οξύς

(sabor, olor)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El refresco es bastante agrio y nada dulce.

με γεύση ξιδιού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οξύς

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El humor mordaz del humorista no atrapa a todos.

σκληρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sus comentarios mordaces hirieron sus sentimientos.
Τα σκληρά (or: αιχμηρά) του σχόλια πλήγωσαν πραγματικά τα αισθήματά της.

νιασίνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φαινόλη

(química)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρυγία

(química)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μη όξινος

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λίγο/ελαφρώς όξινος/ξυνός

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No le pongo demasiada azúcar, me gusta que la limonada quede ligeramente ácida.

ασκορβικό οξύ

nombre masculino (compuesto químico) (χημεία)

El ácido ascórbico tiene una fórmula molecular de C5H8O6, pero se conoce comúnmente como vitamina C.
Το ασκορβικό οξύ έχει τον μοριακό τύπο «C6H8O6», αλλά είναι πιο πολύ γνωστό ως βιταμίνη C.

κιτρικό οξύ

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το κιτρικό οξύ είναι αυτό που δίνει στα πορτοκάλια, τα γκρέιπφρουτ και τα λεμόνια την ξινή τους γεύση.

δεψικό οξύ

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El ácido tánico en el vino y en el té puede manchar tus dientes.

ουρικό οξύ

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El laboratorio medirá el nivel de ácido úrico en las muestras de orina.

βιταμίνη C

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El ácido ascórbico es importante para la salud en general y para fortalecer el sistema inmune.
Η βιταμίνη C είναι σημαντική για τη γενική μας υγεία και ως ενίσχυση του ανοσοποιητικού μας συστήματος. Τα πορτοκάλια είναι καλή πηγή βιταμίνης C.

γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση

nombre masculino

El reflujo ácido daña el esófago.
O γιατρός μου λέει ότι η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση από την οποία πάσχω έχει βλάψει τον οισοφάγο μου.

λιποϊκό οξύ

locución nominal masculina (χημεία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γαστρικό οξύ

nombre masculino

φολικό οξύ, φυλλικό οξύ

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

oξικό οξύ

locución nominal masculina

βορικό οξύ

locución nominal masculina

γαλακτικό οξύ

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

νιτρικό οξύ

locución nominal masculina

νουκλεϊκό οξύ

locución nominal masculina

σαλικυλικό οξύ

locución nominal masculina

δεσοξυριβοζονουκλεϊνικό οξύ

διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υδροχλωρικό οξύ

locución nominal masculina

υαλουρονικό οξύ

locución nominal masculina

ελαφρώς όξινος

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sólo cuando la solución alcanza un pH ligeramente ácido se produce el viraje del indicador.

βιταμίνη C

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El ácido ascórbico se encuentra en muchas frutas, por ejemplo la naranja.
Η βιταμίνη C υπάρχει σε πολλά φρούτα, όπως τα πορτοκάλια.

μαστούρα από LSD

locución nominal masculina (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υδρόθειο

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξινίλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λιπαρό οξύ

locución nominal masculina

θειικό οξύ

locución nominal masculina

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ácido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.