Τι σημαίνει το acompanhar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης acompanhar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του acompanhar στο πορτογαλικά.
Η λέξη acompanhar στο πορτογαλικά σημαίνει συνοδεύω, συνοδεύω, συνοδεύω, συνοδεύω, συνοδεύω, πάω μαζί με κάποιον, προλαβαίνω, συνοδεύω, συνοδεύω, συνοδεύω, συντροφεύω, συμβαδίζω, συνοδεύω φαγητό με ποτό, ελέγχω, συναγωνίζομαι, συνοδεύω κπ σε κτ, μαθαίνω τα νέα, μαθαίνω ό,τι συμβαίνει, παρακολουθώ, ακολουθώ, συνοδεύω κπ σε κτ, συναγωνίζομαι, συνοδεύω κπ έξω από κτ, πηγαίνω μαζί, παρακολουθώ, ακολουθώ, συνοδεύω, προχωρώ, συνεχίζω, πηγαίνω μαζί με κπ, έρχομαι μαζί με κπ, ακολουθώ, συνοδεύω, συνοδεύω, κάνω support, παρακολουθώ, ακολουθώ, συνοδεύω, συνοδεύω, παρακολουθώ, παρακολουθώ, τραγουδώ μαζί με κάποιον άλλο, συνοδεύω τραγουδώντας, συνοδεύω, ελέγχω την πρόοδο ή κατάσταση, φυλάσσω, έρχομαι μαζί με κπ, ακολουθώ, συνοδεύω, συνοδεύω, παρακολουθώ, ακολουθώ, παρακολουθώ, σε αρμονία με, ξεπροβοδίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης acompanhar
συνοδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você me acompanha até a loja? Θα με συνοδέψεις στο κατάστημα; |
συνοδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu pedi uma porção de batata doce para acompanhar meu filé. Οι ομελέτες μας συνοδεύονται από σαλάτα ή πατάτες τηγανιτές. |
συνοδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Uma pianista acompanhou o cantor de jazz. Ένας πιανίστας συνόδευε τον τραγουδιστή της τζαζ. |
συνοδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Um trovão estrondoso acompanhou o aguaceiro. Βροντερά μπουμπουνητά συνόδευαν την ξαφνική νεροποντή. |
συνοδεύω, πάω μαζί με κάποιονverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Você vai me acompanhar ao hospital? Θα έρθεις μαζί μου στο νοσοκομείο; |
προλαβαίνωverbo transitivo (manter o mesmo ritmo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele andava tão rápido que eu mal podia acompanhar. Περπατούσε τόσο γρήγορα που μετά βίας μπορούσα να τον προλάβω. |
συνοδεύωverbo transitivo (música) (κπ με μουσικό όργανο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joanna cantava enquanto Keith a acompanhava no violão. Η Τζοάνα τραγουδούσε ενώ ο Κιθ τη συνόδευε με την κιθάρα. |
συνοδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O orgulhoso pai acompanhou sua filha até o altar. Ο περήφανος πατέρας συνόδευσε την κόρη του στην εκκλησία. |
συνοδεύω, συντροφεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμβαδίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A velha senhora lutou para acompanhar sua ágil jovem neta. Η γριά γυναίκα αγωνιζόταν για να καταφέρει να συμβαδίσει με τη νεαρή εγγονή της. |
συνοδεύω φαγητό με ποτόverbo transitivo (alimento: acompanhar com uma bebida) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ελέγχω(progresso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συναγωνίζομαιverbo transitivo (figurado) (κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O Real Madrid está em tão boa forma que os outros times estão lutando para acompanhar. Η Ρεάλ Μαδρίτης βρίσκεται σε τόσο καλή φόρμα που οι άλλες ομάδες δυσκολεύονται να τη φτάσουν. |
συνοδεύω κπ σε κτverbo transitivo Depois de tê-los flagrado vadiando, Melanie começou a acompanhar as crianças até a escola. Αφού τα έπιασε να κάνουν κοπάνες, η Μέλανι ξεκίνησε να πηγαίνει η ίδια τα παιδιά της στο σχολείο. |
μαθαίνω τα νέα, μαθαίνω ό,τι συμβαίνειverbo transitivo (figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Você está acompanhando todas as notícias de Copenhague? Μαθαίνεις όλα τα νέα από την Κοπεγχάγη; |
παρακολουθώ, ακολουθώverbo transitivo (figurado) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A tecnologia se movimenta muito rápido nos dias atuais para eu acompanhar. Στις μέρες μας η τεχνολογία εξελίσσεται πολύ γρήγορα για να την ακολουθήσω. |
συνοδεύω κπ σε κτverbo transitivo A secretária acompanhou o visitante até o escritório do chefe. Η γραμματέας συνόδευσε τον επισκέπτη στο γραφείο του αφεντικού. |
συναγωνίζομαιverbo transitivo (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stela está tendo problemas em acompanhar seus colegas de turma de matemática. Η Στέλλα δεν καταφέρνει να φτάσει τους συμμαθητές της στα μαθηματικά. |
συνοδεύω κπ έξω από κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Os seguranças acompanharam o encrenqueiro até o lado de fora do prédio. Οι φύλακες ασφαλείας έβγαλαν τον ταραχοποιό έξω απ' το κτίριο. |
πηγαίνω μαζί
Jack e eu vamos ao cinema essa tarde. Você pode acompanhar se quiser. Εγώ κι ο Τζακ θα πάμε το απόγευμα στον κινηματογράφο. Μπορείς να έρθεις μαζί μας, αν θέλεις. |
παρακολουθώ, ακολουθώverbo transitivo (figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O curso é muito intenso e alguns alunos estão tendo dificuldades para acompanharem. Το μάθημα είναι πολύ εντατικό και ορισμένοι μαθητές αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να το παρακολουθήσουν. |
συνοδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Meu pai vai nos acompanhar nessa viagem. |
προχωρώ, συνεχίζωverbo transitivo (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) É difícil acompanhar os meus estudos quando tenho de trabalhar no restaurante toda noite. // Se você não acompanhar os pagamentos do empréstimo, sua casa poderá ser tomada. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είναι δύσκολο να τα βγάλω πέρα με τις σπουδές μου όταν πρέπει να δουλεύω στο εστιατόριο κάθε βράδυ. |
πηγαίνω μαζί με κπ, έρχομαι μαζί με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nancy nos acompanhou para o parque. Η Νάνσι ήρθε μαζί μας στο πάρκο. |
ακολουθώ, συνοδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela teve febre alta, acompanhada de tosse. Είχε υψηλό πυρετό συνοδευόμενο από βήχα. |
συνοδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θα πάω τη μητέρα μου στο μαγαζί. |
κάνω supportverbo transitivo (μουσική: σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eles vão acompanhar Bob Dylan em sua próxima turnê. |
παρακολουθώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você acompanha a política? |
ακολουθώ, συνοδεύωverbo transitivo (για απόκτηση εμπειρίας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνοδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρακολουθώ(observar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele acompanhou (or: monitorou) o estado do paciente durante a noite. Παρακολουθούσε την κατάσταση του ασθενή όλη τη νύχτα. |
παρακολουθώ(BRA) (πρόοδο, εξέλιξη, πορεία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Escreva tudo que você alcançou a cada dia, já que é importante registrar. Σημείωνε τι καταφέρνεις καθημερινά, γιατί είναι σημαντικό να παρακολουθείς την πρόοδό σου. |
τραγουδώ μαζί με κάποιον άλλο, συνοδεύω τραγουδώντας(acompanhar vocalmente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνοδεύω(acompanhar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ελέγχω την πρόοδο ή κατάσταση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φυλάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O prisioneiro foi escoltado por uma escolta armada. Ένοπλη συνοδεία φύλασσε τον κρατούμενο. |
έρχομαι μαζί με κπ(acompanhar alguém) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eu estou saindo agora. Você vai comigo ou não? Φεύγω τώρα. Θα με συνοδεύσεις ή όχι; |
ακολουθώ(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Meu irmão mais novo sempre queria ir junto. Ο μικρότερος αδερφός μου ήθελε πάντα να με ακολουθεί. |
συνοδεύω(acompanhar alguém informalmente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνοδεύω(προς την έξοδο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρακολουθώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O professor seguia (or: acompanhava) o progresso dos alunos. Η δασκάλα παρακολουθούσε την πρόοδο του μαθητή. |
ακολουθώ, παρακολουθώverbo transitivo (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σε αρμονία με(figurado: em harmonia) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεπροβοδίζωexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του acompanhar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του acompanhar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.