Τι σημαίνει το acted στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης acted στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του acted στο Αγγλικά.

Η λέξη acted στο Αγγλικά σημαίνει συμπεριφέρομαι, ενεργώ, πράττω, προσποιούμαι, παριστάνω, πράξη, ενέργεια, θέατρο, πράξη, πράξη νομοθετικού περιεχομένου, παράσταση, Πράξεις, λειτουργώ, δουλεύω, ενεργώ εκ μέρους, παίζω, ενεργώ, επιδρώ, παίζω, συμπεριφέρομαι άσχημα, κάνω αταξίες, ατακτώ, δεν συμπεριφέρομαι σωστά, δεν λειτουργώ σωστά, υπολειτουργώ, ενεργώ σχετικά με κτ, επιδρώ, λειτουργώ ως κπ/κτ, ενεργώ από κοινού, ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτ, συμπεριφέρομαι λες και, συμπεριφέρομαι σαν να, κάνω, πράξη πίστης, εκδήλωση ευσυνειδησίας, θεομηνία, θεομηνία, απονομή χάριτος, πράξη καλοσύνης, πράξη αγάπης, πράξη βίας, πράξη κήρυξης πολέμου, αλληλεπιδρώ, συνεργάζομαι, παίζω καλά, φέρομαι κατά πως πρέπει στην ηλικία μου, ενέργεια εξισορρόπησης, άψογος, άριστος, άψογος, άριστος, συμμαζεύομαι, εγκληματική ενέργεια, κόλπο εξαφάνισης, νούμερο εξαφάνισης, εξαφανίζομαι, πράξη εξουσιοδότησης, νόμος περί ελευθερίας της πληροφόρησης των ΗΠΑ, συμμαζεύομαι, ηρωΐκή πράξη, επ'αυτοφώρω, επ'αυτοφώρω, επ'αυτοφώρω, μαγικό κόλπο, ευγενής πράξη, πρώτη πράξη, καλλιτέχνης που παίζει στην πρώτη πράξη, δικαιοδοσία, δικαιοδοσία, προσποιούμαι, ψέλνω τον εξάψαλμο, ψέλνω τον εξάψαλμο σε κπ, τα ψέλνω σε κπ, σεξουαλική πράξη, επικίνδυνη πράξη, ριψοκίνδυνη ενέργεια, βίαιη πράξη, ζέσταμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης acted

συμπεριφέρομαι

intransitive verb (behave) (φέρομαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I thought he was ill, as he was acting strangely.
Νόμισα ότι ήταν άρρωστος επειδή συμπεριφερόταν περίεργα.

ενεργώ, πράττω

intransitive verb (take action)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When I have spoken to my advisors, I will act.
Θα δράσω αφότου μιλήσω στους συμβούλους μου.

προσποιούμαι, παριστάνω

intransitive verb (pretend to be)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He acted ill, as he didn't want to go to school.
Προσποιήθηκε (or: παρίστανε) τον άρρωστο γιατί δεν ήθελε να πάει στο σχολείο.

πράξη, ενέργεια

noun (deed)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rescue was the act of a brave man.
Η διάσωση ήταν γενναία πράξη (or: ενέργεια).

θέατρο

noun (pretence) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her apparent calmness was all an act.
Όλη αυτή η δήθεν ηρεμία της ήταν μια προσποίηση.

πράξη

noun (theatre: division) (θέατρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The balcony scene happens in the second act.
Η σκηνή του μπαλκονιού είναι στη δεύτερη πράξη.

πράξη νομοθετικού περιεχομένου

noun (law: statute)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
There is an Act which outlaws such behaviour.

παράσταση

noun (performance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The second act was a mime artist.
Το δεύτερο νούμερο ήταν μια μίμηση.

Πράξεις

noun (book of Bible)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Acts is the fifth book of the New Testament.

λειτουργώ, δουλεύω

intransitive verb (operate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pressing the pedal will make the brakes act.

ενεργώ εκ μέρους

intransitive verb (substitute)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I will have to act for my absent brother.

παίζω

transitive verb (perform) (θέατρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The troupe will act a few scenes from Shakespeare.
Ο θίασος θα παίξει μερικές σκηνές του Σαίξπηρ.

ενεργώ

phrasal verb, transitive, inseparable (respond)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Olga acted on the email she received.
Η Όλγκα ανταποκρίθηκε στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έλαβε.

επιδρώ

phrasal verb, transitive, inseparable (have effect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The engraving was the result of the acid acting on the metal.
Η χαρακιά δημιουργήθηκε από το οξύ που επιδρούσε στο μέταλλο.

παίζω

phrasal verb, transitive, separable (enact, perform) (ρόλος, θέατρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Edward and Diana acted out the first scene of the play.
Ο Έντουαρντ και η Ντιάνα έπαιξαν την πρώτη σκηνή του έργου.

συμπεριφέρομαι άσχημα

phrasal verb, intransitive (US (misbehave)

The children are acting out.
Τα παιδιά είναι άτακτα.

κάνω αταξίες, ατακτώ, δεν συμπεριφέρομαι σωστά

phrasal verb, intransitive (UK, informal (child: misbehave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Why do children always wait to be in public to act up?
Γιατί τα παιδιά περιμένουν πάντα να βρεθούν σε δημόσιο χώρο για να κάνουν αταξίες;

δεν λειτουργώ σωστά, υπολειτουργώ

phrasal verb, intransitive (informal (machine: malfunction)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The TV is acting up, but I think it's just a loose wire.
Η τηλεόραση δεν λειτουργεί σωστά, αλλά νομίζω ότι είναι απλώς ένα καλώδιο που δεν κάνει επαφή.

ενεργώ σχετικά με κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (do [sth] in response)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Harry acted upon Alice's request.

επιδρώ

phrasal verb, transitive, inseparable (have an effect on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The drug acts upon the nervous system.

λειτουργώ ως κπ/κτ

(perform function)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When they first met each other, it was her sister who acted as matchmaker. The man's trousers were held up by a bit of rope that was acting as a belt.
Το παντελόνι του άντρα το συγκρατούσε ένα κομμάτι σκοινί που έπαιζε τον ρόλο της ζώνης.

ενεργώ από κοινού

verbal expression (do [sth] together)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The criminals were acting in concert to scam hundreds of people out of their life savings.

ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτ

transitive verb (act to protect or help)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
An attorney will always act in the best interests of her client.
Μια δικηγόρος πάντα θα ενεργεί προς όφελος του πελάτη της.

συμπεριφέρομαι λες και, συμπεριφέρομαι σαν να

(informal (behave as if)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She acts like she thinks she is the queen.

κάνω

(imitate) (μεταφορικά: μιμούμαι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Richard made everyone laugh by acting like a monkey.

πράξη πίστης

noun (out of religious conviction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Going on a religious pilgrimage is an act of faith.

εκδήλωση ευσυνειδησίας

noun (demonstration of earnestness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Putting down a deposit is considered an act of faith.

θεομηνία

noun (natural disaster)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θεομηνία

noun (law: unpreventable disaster)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The insurance company refused to pay out, ruling that the damages resulted from an act of God.

απονομή χάριτος

noun (UK (amnesty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πράξη καλοσύνης

noun (favour, considerate gesture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In an act of kindness he gave me his sandwich.

πράξη αγάπης

noun (action motivated by love)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πράξη βίας

noun (law: violent act, attack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πράξη κήρυξης πολέμου

noun (action that provokes a war)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Japanese attack on Pearl Harbor was an act of war, provoking the US to enter WWII.

αλληλεπιδρώ

(have an effect together)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεργάζομαι

(collaborate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίζω καλά

(actor: be convincing)

Little Johnny acted so well in the school play, I'm sure he'll grow up to win an Oscar.

φέρομαι κατά πως πρέπει στην ηλικία μου

interjection (informal (stop behaving immaturely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fred should start acting his age.

ενέργεια εξισορρόπησης

noun (figurative (give equal attention to two things)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άψογος, άριστος

noun (amazing person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άψογος, άριστος

noun (amazing performance)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συμμαζεύομαι

verbal expression (informal (behave properly) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εγκληματική ενέργεια

noun (crime)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The man was charged with three criminal acts, the most serious being arson.

κόλπο εξαφάνισης, νούμερο εξαφάνισης

noun (magic trick) (ταχυδακτυλουργικό κόλπο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The magician performed a disappearing act in which a rabbit disappeared from under a hat.

εξαφανίζομαι

noun (figurative, informal (disappearance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jenny does a disappearing act whenever helping with the housework is mentioned.

πράξη εξουσιοδότησης

noun (legislative act conferring certain power)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νόμος περί ελευθερίας της πληροφόρησης των ΗΠΑ

noun (US, initialism (Freedom of Information Act)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

συμμαζεύομαι

verbal expression (behavior: make socially acceptable)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ηρωΐκή πράξη

noun (brave, selfless action)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was surprised by John's heroic act of giving all that money to charity.

επ'αυτοφώρω

adverb (committing a crime)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The police arrived and caught the thief in the act.

επ'αυτοφώρω

expression (while committing: crime, transgression)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The police arrived while he was in the act of stealing the girl's purse.

επ'αυτοφώρω

adverb (committing this crime)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I caught my dog in the very act of eating the steak I had bought for dinner.

μαγικό κόλπο

noun (illusion, trick)

A famous magic act involves cutting a woman in half.

ευγενής πράξη

noun (selfless, honourable action)

πρώτη πράξη

noun (play: first part)

They arrived late at the theatre and missed the opening act.

καλλιτέχνης που παίζει στην πρώτη πράξη

noun (theatre: first performer) (θέατρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My son's band was the opening act for the Rolling Stones concert.

δικαιοδοσία

noun (law: right to intervene)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δικαιοδοσία

noun (authority to take action)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσποιούμαι

verbal expression (behave falsely)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ψέλνω τον εξάψαλμο

verbal expression (figurative, informal (reprimand [sb]) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Anyone who breaks the school rules can expect the head teacher to read the riot act.

ψέλνω τον εξάψαλμο σε κπ, τα ψέλνω σε κπ

verbal expression (figurative, informal (reprimand) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My curfew is midnight, but I got home at three in the morning, and my mom read me the riot act.

σεξουαλική πράξη

noun (sexual intercourse)

They were arrested for performing a sex act in public!

επικίνδυνη πράξη, ριψοκίνδυνη ενέργεια

noun (action: dangerous, negligent)

βίαιη πράξη

noun (physical aggression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This man is guilty of several violent acts against both women and young boys.

ζέσταμα

noun (performer: before main act)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του acted στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του acted

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.