Τι σημαίνει το type στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης type στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του type στο Αγγλικά.

Η λέξη type στο Αγγλικά σημαίνει είδος, τυπογραφικό στοιχείο, δακτυλογραφώ, δακτυλογραφώ, τύπος, τύπος, γράμματα, στοιχείο, ο τύπος μου, βρίσκω την ομάδα αίματος, πληκτρολογώ, γράφω, ομάδα αίματος, σωματότυπος, τύπος κειμένου, τύπος δεδομένων, κινητός τύπος, τύπος προσωπικότητας, επανέρχομαι στο κανονικό, τύπος ιστού, πληκτρολογώ χωρίς να κοιτάζω το πληκτρολόγιο, ομάδα Α, που ανήκει στην ομάδα Α, ομάδα ΑΒ, που ανήκει στην ομάδα ΑΒ, ομάδα Β, που ανήκει στην ομάδα Β, ομάδα μηδέν, που ανήκει στην ομάδα μηδέν, στέλεχος άγριου τύπου, άγριος τύπος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης type

είδος

noun (particular kind, class)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This type of food is my favourite.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτός ο τύπος παπουτσιών δεν ταιριάζει στο πέλμα μου.

τυπογραφικό στοιχείο

noun (printing: character)

This six-point type is too small.
Τα στοιχεία των έξι σημείων είναι υπερβολικά μικρά.

δακτυλογραφώ

transitive verb (typewrite, on keyboard) (έμφαση στο είδος γραφής)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We will have to type the essay.
Θα πρέπει να δακτυλογραφήσουμε την εργασία.

δακτυλογραφώ

intransitive verb (typewrite)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mr. Jones never learned how to type.
Ο κ. Τζόουνς δεν έμαθε ποτέ να δακτυλογραφεί.

τύπος

noun (character)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I've come across his type before.

τύπος

noun (UK, informal (person)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Yes, I've met him. Strange type.

γράμματα

noun (printing: collective)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
This essay's type is easy to read.

στοιχείο

noun (printed character)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That type is a serif face.

ο τύπος μου

noun (person: attractive to [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sara's not my type; she's too serious.

βρίσκω την ομάδα αίματος

transitive verb (determine: blood type)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The nurse is going to type my blood.

πληκτρολογώ

phrasal verb, transitive, separable (write using keyboard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γράφω

phrasal verb, transitive, separable (document: type quickly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry quickly typed up a rough draft of his presentation script.

ομάδα αίματος

noun (blood group, classification)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The most common blood type is O negative.

σωματότυπος

noun ([sb]'s build, physique)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I have an athletic body type.

τύπος κειμένου

noun (printing: main text type)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We'll use 11 point for the body type and 16 point for the headlines.

τύπος δεδομένων

noun (computing: information category) (πληροφορική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
An 8-bit integer was not large enough, so I changed the data type to a 32-bit integer.

κινητός τύπος

(printing)

τύπος προσωπικότητας

noun (psychology: character traits)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

επανέρχομαι στο κανονικό

verbal expression (go back to one's usual behaviour)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τύπος ιστού

noun (biology: muscle, nerve, fibre, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πληκτρολογώ χωρίς να κοιτάζω το πληκτρολόγιο

intransitive verb (type without looking at keyboard)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ομάδα Α

noun (blood group A)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My blood group is type A.

που ανήκει στην ομάδα Α

adjective (blood: of group A)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Type A blood is not very common.
Το αίμα που ανήκει στην ομάδα Α δεν είναι πολύ συνηθισμένο.

ομάδα ΑΒ

noun (blood group AB)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Blood type AB is the rarest of all the blood groups.

που ανήκει στην ομάδα ΑΒ

adjective (blood: of group AB)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My blood is type AB and that makes me a universal recipient.

ομάδα Β

noun (blood group B)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που ανήκει στην ομάδα Β

adjective (blood: of group B)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ομάδα μηδέν

noun (blood group O)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
One third of the population has blood type O+.

που ανήκει στην ομάδα μηδέν

adjective (blood: of group O)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στέλεχος άγριου τύπου

noun (organism with natural appearance)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άγριος τύπος

noun (form common in nature)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του type στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του type

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.