Τι σημαίνει το action στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης action στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του action στο Αγγλικά.

Η λέξη action στο Αγγλικά σημαίνει δράση, πράξη, δράση, πλοκή, υπόθεση, κίνηση, ενέργεια, ασχολούμαι με κτ, πάμε, χειρονομία, κίνηση, λειτουργία, μάχη, σύγκρουση, δράσης, συμμετοχή, ανάμιξη, δράση και αντίδραση, φιγούρα, σούπερ ήρωας, περιπέτεια, σχέδιο δράσης, γεμάτος δράση, καταφατική πράξη, έτοιμος για δράση, έτοιμος για να επιστρέψω στην ενεργό δράση, έχω επιστρέψει στα καθήκοντά μου, έκκληση για δράση, τριχοειδές φαινόμενο, συλλογική, ομαδική αγωγή, μαζική δράση, συλλογική δραστηριότητα, συντονισμένες κινήσεις, διορθωτική κίνηση, πορεία, ρότα, διαδικασία,σειρά ενεργειών, πειθαρχική κύρωση, πειθαρχική ποινή, καθοδική πορεία δράσης, περαιτέρω δράση, περαιτέρω ενέργειες, παράνομη πράξη, παράνομη ενέργεια, άμεση αντίδραση, εν δράσει, κατά τη διάρκεια της μάχης, εργατική κινητοποίηση, άμεση αναμετάδοση, άμεση αναμετάδοση, στιγμιαία αναμετάδοση, κοινή δράση, αρχή της ελάχιστης δράσης, νομική διαδικασία, άνθρωπος των πράξεων, ενέργειες του όχλου, δράσεις του όχλου, κινητοποιώ, εκτός λειτουργίας, εκτός δράσης, σχέδιο δράσης, επαναληπτική καραμπίνα, εφαρμόζω, θέτω σε δράση, αντακλαστική αντίδραση, αντακλαστική αντίδραση, ριπλέι, κλιμάκωση της δράσης, χώρος αθλητικών εκδηλώσεων, πάγωμα εικόνας, συνεχής δραστηριότητα, αναλαμβάνω δράση, με τριπλή δράση, συνεργασία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης action

δράση, πράξη

noun (movement, work, activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He got off his chair and jumped into action.
Σηκώθηκε από την καρέκλα του και όρμηξε στην δράση.

δράση

noun (political measures)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Action to tackle racism is very important.
Οι ενέργειες για την αντιμετώπιση του ρατσισμού είναι πολύ σημαντικές.

πλοκή, υπόθεση

noun (plot) (μυθιστόρημα κλπ.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The action in the novel is spread over two decades.
Η πλοκή (or: υπόθεση) του μυθιστορήματος εξελίσσεται σε δύο δεκαετίες.

κίνηση

noun (frenetic activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sales floor is incredibly busy today - there is a lot of action.
Το τμήμα πωλήσεων έχει πολύ δουλειά σήμερα, υπάρχει πολλή κίνηση.

ενέργεια

noun (law)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lawyers' action against the company caused it to go bankrupt.
Οι ενέργειες του δικηγόρου κατά της εταιρείας προκάλεσαν την πτώχευσή της.

ασχολούμαι με κτ

transitive verb (request: deal with, act upon)

Your request will be actioned within 48 hours.
Θα επεξεργαστούμε το αίτημά σας εντός 48 ωρών.

πάμε

interjection (movie-making)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
When everything was ready, the director yelled, "Action!"

χειρονομία, κίνηση

noun (gesture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He made an encouraging action with his hand, as if to say, "Yes".

λειτουργία

noun (mechanical movement) (μηχανήματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The action of the printing press was very noisy.

μάχη, σύγκρουση

noun (military)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The general has seen action in three different wars.

δράσης

noun as adjective (movie, book genre) (γενική ως προσδιορισμός)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
I like action films, but my sister prefers comedies.

συμμετοχή, ανάμιξη

noun (informal (involvement, participation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If I'm to help you, I want a piece of the action.

δράση και αντίδραση

noun (physics: opposing forces)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φιγούρα

noun (character toy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My nephew collects action figures; he must have at least twenty of Batman alone.

σούπερ ήρωας

noun (hero in story)

He leapt from the bridge onto the moving train, just like an action hero in a movie.

περιπέτεια

noun (film focussed on action sequences) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tony is watching an action movie.

σχέδιο δράσης

noun (outline of strategy, schedule)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γεμάτος δράση

adjective (full of drama, events)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταφατική πράξη

noun (positive discrimination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Affirmative action is implemented in order to overcome imbalances in educational and business opportunities.

έτοιμος για δράση, έτοιμος για να επιστρέψω στην ενεργό δράση

adjective (informal (functioning or performing again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The doctor said I will be back in action in a few days, as soon as the scarring heals.

έχω επιστρέψει στα καθήκοντά μου

adjective (figurative, informal (at work again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After being away so long, we are all happy to see her back in action.

έκκληση για δράση

noun ([sth] that motivates)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The vandalism was a call to action for the townspeople to band together.

τριχοειδές φαινόμενο

noun (physics: power to absorb) (φυσική)

συλλογική, ομαδική αγωγή

noun (lawsuit brought by a group)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A lot of us are involved in a class action suit against the company for discrimination against women.

μαζική δράση, συλλογική δραστηριότητα

noun (collaboration for a social purpose)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The union is mobilizing union members to participate in a collective action against their employer.

συντονισμένες κινήσεις

noun (cooperation in a cause)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The US and the UK took concerted action to prevent the conflict from spreading.
Οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία με συντονισμένες κινήσεις προσπάθησαν να εμποδίσουν την εξάπλωση της σύρραξης.

διορθωτική κίνηση

noun ([sth] done to rectify [sth]) (μεταφορικά)

πορεία, ρότα

noun (figurative (path of action) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's hard to know which course to take in life.
Είναι δύσκολο να γνωρίζεις ποιον δρόμο να πάρεις στη ζωή.

διαδικασία,σειρά ενεργειών

noun (procedure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The course of action chosen by her doctor was successful.

πειθαρχική κύρωση, πειθαρχική ποινή

noun (punishment or caution)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Caning is no longer considered an appropriate disciplinary action.

καθοδική πορεία δράσης

noun (part of literary plot) (στη λογοτεχνία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περαιτέρω δράση, περαιτέρω ενέργειες

noun (additional measures)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Further action was needed to win the battle.

παράνομη πράξη, παράνομη ενέργεια

noun (violation of law)

Although many people do it, speeding is still an illegal action.

άμεση αντίδραση

noun (urgent response to [sth])

Although the disaster required immediate action the government ignored it for almost a month.

εν δράσει

adjective (functioning or performing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Have you seen my new lawnmower in action?

κατά τη διάρκεια της μάχης

adverb (military: while engaged in combat)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This monument commemorates those lost in action during WWII.

εργατική κινητοποίηση

noun (workers' strike or protest)

If there is no agreement with the employers, the Union will recommend taking industrial action.

άμεση αναμετάδοση

noun (television: immediate rebroadcast)

άμεση αναμετάδοση, στιγμιαία αναμετάδοση

noun (recording replayed this way)

κοινή δράση

noun (cooperation, collaboration)

αρχή της ελάχιστης δράσης

noun (physics: principle of stationary action)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νομική διαδικασία

noun (court proceeding)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've decided to take legal action against my neighbour.

άνθρωπος των πράξεων

noun ([sb] who acts rather than thinks)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was a man of action rather than of words.

ενέργειες του όχλου, δράσεις του όχλου

noun ([sth] done by angry crowd)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κινητοποιώ

verbal expression (motivate to do [sth]) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A news report about the famine moved James to action and he decided to make a donation to charity.

εκτός λειτουργίας

expression (unable to function) (συσκευή)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εκτός δράσης

expression (person: unable to perform or fight) (άνθρωπος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σχέδιο δράσης

noun (sequence of things to do)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What's the plan of action for today?

επαναληπτική καραμπίνα

noun (powerful firearm)

εφαρμόζω

verbal expression (implement: plan)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέτω σε δράση

verbal expression (use: team, staff, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντακλαστική αντίδραση

noun ([sth] done instinctively)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The minister punched the man who threw an egg at him: it was a reflex action.

αντακλαστική αντίδραση

noun (figurative (unthinking response to [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ριπλέι

noun (UK (sport: [sth] repeated on screen)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
They showed a replay of the goal.

κλιμάκωση της δράσης

noun (fiction: dramatic series of events)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χώρος αθλητικών εκδηλώσεων

noun (sports venue)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The teams were ready to enter the scene of action to play their match.

πάγωμα εικόνας

noun (cinema: special effect technique)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συνεχής δραστηριότητα

noun (prolonged or continued activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναλαμβάνω δράση

verbal expression (act, do [sth] practical)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We can't just ignore the situation - we must take action.
Δεν μπορούμε απλά να αγνοήσουμε την κατάσταση, πρέπει να αναλάβουμε δράση.

με τριπλή δράση

adjective (effective in three ways)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

συνεργασία

noun (co-operation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του action στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του action

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.