Τι σημαίνει το admitted στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης admitted στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του admitted στο Αγγλικά.

Η λέξη admitted στο Αγγλικά σημαίνει παραδέχομαι, ομολογώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, επιτρέπω την είσοδο σε κπ, δέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι, παραδέχομαι, εισάγω, δέχομαι, επιτρέπω, οδηγώ, παραδέχομαι κτ σε κπ, ομολογώ κτ σε κπ, παρέχω πρόσβαση σε κτ σε κπ, επιτρέπω την πρόσβαση σε κτ σε κπ, δέχομαι κπ σε κτ, εισάγω, παραδέχομαι σε κπ ότι/πως, ομολογώ σε κπ ότι/πως, παραδοχή, αναγνώριση, ομολογία, αρνούμαι να παραδεχτώ, αρνούμαι να παραδεχτώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης admitted

παραδέχομαι, ομολογώ

transitive verb (confess)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She admitted her love for him.
Παραδέχτηκε (or: ομολόγησε) τον έρωτά της για εκείνον.

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

(confess to: a crime)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cross admitted to the theft of the money.
Ο Κρος παραδέχθηκε ότι έκλεψε τα χρήματα.

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

verbal expression (acknowledge: feelings)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dave had admitted to being jealous of his younger brother.
Ο Ντέιβ είχε παραδεχθεί ότι ζήλευε τον μικρότερό του αδελφό.

επιτρέπω την είσοδο σε κπ

transitive verb (allow entry to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The staff doesn't admit anyone after five o'clock.
Το προσωπικό δεν επιτρέπει την είσοδο σε κανέναν μετά τις πέντε.

δέχομαι

transitive verb (often passive (accept as a member)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The club is not admitting new members at this time.
Ο σύλλογος δε δέχεται νέα μέλη αυτή τη στιγμή.

δέχομαι, παραδέχομαι

transitive verb (accept validity of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I admit the logic of your argument, though I still disagree with your conclusion.
Δέχομαι (or: παραδέχομαι) τη λογική του επιχειρήματός σου, αλλά εξακολουθώ να διαφωνώ με το συμπέρασμά σου.

παραδέχομαι

transitive verb (concede)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The candidate admitted defeat.
Ο υποψήφιος παραδέχθηκε την ήττα του.

εισάγω

transitive verb (often passive (place in an institution)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Have you ever been admitted to a hospital?
Είχες ποτέ εισαχθεί στο νοσοκομείο;

δέχομαι, επιτρέπω

transitive verb (permit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The judge admitted the evidence.
Ο δικαστής δέχθηκε τα αποδεικτικά στοιχεία.

οδηγώ

(UK, formal (door, gate: provide access to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The gate admits to the courtyard.

παραδέχομαι κτ σε κπ, ομολογώ κτ σε κπ

transitive verb (confess)

Ken admitted his part in the robbery to the police.

παρέχω πρόσβαση σε κτ σε κπ, επιτρέπω την πρόσβαση σε κτ σε κπ

transitive verb (allow entry)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The night watchman has to go to the door to admit you into the building.

δέχομαι κπ σε κτ

transitive verb (as a member)

He was admitted into the golf club as a member.

εισάγω

transitive verb (often passive (to institution)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She was admitted against her will.

παραδέχομαι σε κπ ότι/πως, ομολογώ σε κπ ότι/πως

transitive verb (confess)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jones admitted to the police that he had been involved in the criminal enterprise.

παραδοχή, αναγνώριση, ομολογία

verbal expression (confess to [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Smith admitted guilt for his role in the robbery.

αρνούμαι να παραδεχτώ

verbal expression (deny)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The minister refused to admit that he had acted inappropriately.
Ο υπουργός αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι είχε ενεργήσει ανάρμοστα.

αρνούμαι να παραδεχτώ

verbal expression (with clause: deny) (ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Doris is refusing to admit that she was wrong.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του admitted στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του admitted

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.