Τι σημαίνει το get in στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης get in στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του get in στο Αγγλικά.
Η λέξη get in στο Αγγλικά σημαίνει φτάνω, γυρίζω, έρχομαι, μπαίνω, με παίρνουν, μπαίνω σε κτ, συναναστρέφομαι, προλαβαίνω να κάνω κτ, αρθρώνω λέξη, ξαναβρίσκω τη φόρμα μου, είμαι πνιγμένος στα χρέη, με πιάνει πανικός, με λούζει κρύος ιδρώτας, με λούζει κρύος ιδρώτας όταν σκέφτομαι κτ, έρχομαι σε επαφή με, μπαίνω στην ουρά, μπαίνω στη σειρά, μπαίνω στη σειρά, βρίσκω τη φόρμα μου, προετοιμάζω, ετοιμάζω, κόβω τις βλακείες, κόψε τις βλακείες, μπαίνω στην μέση, επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή, έρχομαι σε επαφή με κπ, έρχομαι σε επικοινωνία με κπ, μπλέκω, ενοχλώ, κάνω το πρώτο βήμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης get in
φτάνω, γυρίζω, έρχομαιphrasal verb, intransitive (informal (arrive home) (στο σπίτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sorry I missed you, but I got in late last night. Λυπάμαι που δε σε είδα, αλλά γύρισα (or: ήρθα) αργά χτες το βράδυ. |
μπαίνωphrasal verb, intransitive (enter a vehicle) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I opened the door and got in. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα. |
με παίρνουνphrasal verb, intransitive (admitted to a school, etc.) (καθομιλουμένη: σε κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπαίνω σε κτ(informal (obtain a share in) She's always trying to get in on the action. |
συναναστρέφομαιphrasal verb, transitive, inseparable (informal (start to associate with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He got in with a bad crowd and started skipping school. |
προλαβαίνω να κάνω κτverbal expression (UK, slang (have fair chance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Starlings feed in flocks and can clear bird tables before other species get a look-in. |
αρθρώνω λέξηverbal expression (informal (have the chance to speak) (μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) She was talking so much that I couldn't get a word in! Μιλούσε τόσο πολύ που δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη. |
ξαναβρίσκω τη φόρμα μουverbal expression (informal (regain fitness) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I bought a gym membership to get back in shape. |
είμαι πνιγμένος στα χρέηverbal expression (informal (owe money) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Neil found himself getting bogged down in debt. |
με πιάνει πανικόςverbal expression (figurative, informal, UK (panic, be agitated) |
με λούζει κρύος ιδρώταςverbal expression (figurative, informal (worry) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Zoe is a very calm person who seldom gets in a sweat. |
με λούζει κρύος ιδρώτας όταν σκέφτομαι κτverbal expression (figurative, informal (worry) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mia got in a sweat about her assignment because she thought she wouldn't finish it on time. |
έρχομαι σε επαφή μεtransitive verb (get in touch with) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You can get in contact with us at the address above. |
μπαίνω στην ουρά, μπαίνω στη σειράverbal expression (join a queue) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We all got in line for the roller-coaster. |
μπαίνω στη σειράverbal expression (figurative (wait your turn) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You want to take your revenge on him? You'll have to get in line! |
βρίσκω τη φόρμα μουverbal expression (informal (exercise) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I need to get in shape before the summer bathing suit season starts. |
προετοιμάζω, ετοιμάζωverbal expression (informal (get [sth] functioning well) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The crew had to get the car in shape for the final day of the rally. |
κόβω τις βλακείεςverbal expression (UK, figurative, informal (expressing contempt) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κόψε τις βλακείεςinterjection (UK, figurative, informal (expressing contempt) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπαίνω στην μέσηintransitive verb (be an obstacle) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I couldn't see much of the parade because a tall fat man got in the way. |
επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφήverbal expression (informal (make contact) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Don't hesitate to get in touch if you have any questions. |
έρχομαι σε επαφή με κπ, έρχομαι σε επικοινωνία με κπverbal expression (informal (make contact) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I would like to get in touch with my old friends from college. Θα ήθελα να έρθω σ' επαφή με τους παλιούς μου φίλους απ' το πανεπιστήμιο. |
μπλέκωverbal expression (informal (be punished for doing [sth]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I often got into trouble with my teachers. I got in trouble for stealing apples from his orchard. Συχνά έβρισκα τον μπελά μου με τους δασκάλους μου. Έμπλεξα γιατί έκλεψα μήλα απ' το περιβόλι του. |
ενοχλώverbal expression (figurative, informal (annoy, disturb) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω το πρώτο βήμαverbal expression (figurative (succeed at an initial step) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του get in στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του get in
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.