Τι σημαίνει το bar στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bar στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bar στο Αγγλικά.

Η λέξη bar στο Αγγλικά σημαίνει μπαρ, μπαρ, ράβδος, κάγκελα, σίδερα, μπάρα, ράβδος, πλάκα, μονόζυγο, αποκλείω την είσοδο, απαγορεύω την είσοδο, απαγορεύω σε κπ να κάνει κτ, γραμμή, μπάρα, αποκλεισμός, μέτρο, κάγκελο, κιγκλίδωμα, εδώλιο, δικηγορικός σύλλογος, σύρτη, bar, μπαρ, μαγαζί, κατάστημα, αντίσταση, διακριτικό, διακριτικό, όριο, επίπεδο, εκτός από, αμπαρώνω, αποκλείω, φράσσω, κάνω ρίγες, αποκλείω, φράσσω, κωλύω, παρακωλύω, Αμερικανικός Δικηγορικός Σύλλογος, ανοιχτήρι, ιστόγραμμα, ραβδόγραμμα, γραμμωτός κώδικας, γραμμοκώδικας, μπαρότσαρκα, εξετάσεις δικηγορικού συλλόγου, γράφημα, ραβδόγραμμα, διαστολή, μαγνητική ράβδος, μενού, μπαρμίτσβα, πλάκα σαπούνι, πλάκα σαπούνι, προσωπικό σε μπαρ, σκαμπό σε μπαρ, εργασία σε μπαρ, δουλειά σε μπαρ, μπαρότσαρκα, κλειδί αφαίρεσης παξιμαδιών, σοκολάτα, μπαρ σε εκδήλωση όπου οι καλεσμένοι μπορούν να αγοράσουν ποτά, μπάρα δημητριακών, σοκολάτα, cocktail bar, καφέ μπαρ, φυλετικός διαχωρισμός, μπάρα ενέργειας, παρίσταμαι στο δικαστήριο, ράβδος χρυσού, μπάρα στήριξης, λαβή στήριξης, γκρανόλα, τσαγκαράδικο, οριζόντια μπάρα, πήχης, μονόζυγο, μαγαζί με χυμούς, πολυτελές μπαρ, μέλος του δικηγορικού συλλόγου, μίνι μπαρ, στήριγμα υαλοπινάκων, στούντιο νυχιών, open bar, αγορεύω ενώπιον του δικαστηρίου, ανεβάζω τον πήχυ, δοκός προστασίας, μπουφές με σαλάτες, αμμοεπίπεδο, καταγώγιο, σνακ μπαρ, καφέ, καφενείο, κενό, αθλητική καφετέρια, σταμπιλιζατέρ, μπάρα προόδου, σούσι μπαρ, ράβδος Τ, γραμμή εργασιών, μπαρ που σερβίρει κοκτέιλ, στριπτιτζάδικο, κοτσαδόρος, μπαρ με νεροχύτη, μπαρ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bar

μπαρ

noun (pub) (μαγαζί)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The new bar in town serves lots of different beers.
Το καινούριο μπαρ στην πόλη σερβίρει πολλά διαφορετικά είδη μπίρας.

μπαρ

noun (counter in a pub)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The cowboy walked up to the bar and ordered a beer.
Ο καουμπόι μπήκε στο μπαρ και παρήγγειλε μια μπύρα.

ράβδος

noun (iron, steel post)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The concrete walls are reinforced with steel bars.
Οι τοίχοι από σκυρόδεμα ενισχύονται με χαλύβδινες ράβδους.

κάγκελα, σίδερα

plural noun (steel grille in prison, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The convicted criminal looked out through the bars of his prison cell.
Ο καταδικασμένος εγκληματίας κοίταξε έξω από τα κάγκελα (or: σίδερα) του κελιού του.

μπάρα, ράβδος

noun (rod)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He used a metal bar to vandalise several parked cars.
Χρησιμοποίησε μια μεταλλική ράβδο για να βανδαλίσει αρκετά παρκαρισμένα αυτοκίνητα.

πλάκα

noun (snack: block of [sth]) (καθομ: σοκολάτα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sandy treated herself to a bar of chocolate. I usually have a cereal bar for breakfast.
Συνήθως τρώω μια μπάρα δημητριακών για πρωινό.

μονόζυγο

noun (gym apparatus)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The gymnast was performing an exercise on the bar.
Ο αθλητής έκανε μια άσκηση στο μονόζυγο.

αποκλείω την είσοδο, απαγορεύω την είσοδο

transitive verb (exclude, ban) (σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The disco has barred Andy because of his crazy antics.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η λέσχη απέβαλε τον Αλέξη, εξαιτίας των ρατσιστικών του προσβολών.

απαγορεύω σε κπ να κάνει κτ

(often passive (exclude, ban from doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The judge barred Lewis from driving for a year.
Ο δικαστής απαγόρευσε στον Λούις να οδηγεί για έναν χρόνο.

γραμμή, μπάρα

noun (line)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Place your bank card so the side showing the bar is uppermost.

αποκλεισμός

noun (exclusion)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Because of his behaviour, he was subject to a bar in many of the town's shops.

μέτρο

noun (music) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The composer hummed a few bars of his new song.

κάγκελο, κιγκλίδωμα

noun (UK (law court) (αίθουσα δικαστηρίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The solicitor leaned over the bar to talk to the barrister.

εδώλιο

noun (UK (box for accused in court)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The prisoner at the bar looked very worried.

δικηγορικός σύλλογος

noun (legal profession)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The California bar approved Mr. Black to practice law.

σύρτη

noun (sandbank)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fishing boat ran aground on a bar.

bar, μπαρ

noun (pressure unit) (μονάδα πίεσης)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
During the storm, the pressure dropped to twenty-eight bars.

μαγαζί, κατάστημα

noun (place where [sth] is sold)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντίσταση

noun (electric fire heating element)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bars on the electric fire were glowing with a bright orange colour.

διακριτικό

noun (UK (insignia, award)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
He won the Distinguished Conduct Medal and bar in the war.

διακριτικό

noun (US (metal bar on uniform)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
You can tell his rank by the number of bars on his uniform.

όριο, επίπεδο

noun (authority, threshold)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The content of this film is well below the bar of decency, so it ought to be banned.

εκτός από

preposition (except)

I hate all vegetables bar carrots.

αμπαρώνω

transitive verb (shut with a bar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
For safety, Simon bars his door every night.
Για ασφάλεια, ο Σάιμον αμπαρώνει την πόρτα του κάθε νύχτα.

αποκλείω, φράσσω

transitive verb (obstruct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The security officers barred the entrance to the bank.

κάνω ρίγες

transitive verb (draw stripes on)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I am going to paint this wall white, then bar it in black.

αποκλείω, φράσσω

transitive verb (shut in or out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
All of the exits had been barred, and there was no way to escape.

κωλύω, παρακωλύω

transitive verb (law: halt action by objection)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The victim waited too long, and now her claim is barred by the state's statute of limitations.

Αμερικανικός Δικηγορικός Σύλλογος

noun (US, initialism (law: American Bar Association)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ανοιχτήρι

noun (flat bottle opener) (μπουκάλια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have a mini bar blade on my key ring especially for opening bottles at the beach.

ιστόγραμμα, ραβδόγραμμα

noun (graph that uses bars)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I used a bar chart to compare lifespans of different animals.

γραμμωτός κώδικας, γραμμοκώδικας

noun (scannable strip on goods)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The shop assistant couldn't scan the bar code because it was covered up by a label.

μπαρότσαρκα

noun (informal (barhop: visit to a series of bars) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
To celebrate Evan's birthday, his mates took him on a pub crawl.
Για να γιορτάσουν τα γενέθλιά του, οι φίλοι του Ιβάν τον πήγαν για μπαρότσαρκα.

εξετάσεις δικηγορικού συλλόγου

noun (examination for lawyers)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Even after you finish law school, you can't practise law till you pass the bar exam.

γράφημα, ραβδόγραμμα

noun (chart in bar form)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διαστολή

noun (music notation: mark of a measure) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bar lines separate the measures in a piece of music.

μαγνητική ράβδος

(type of magnet)

μενού

noun (bar's, pub's food menu) (καφέ, μπαρ, κτλ)

You can only order from the bar menu until 7 p.m.

μπαρμίτσβα

noun (ceremony for Jewish boy) (Εβραϊκή τελετή)

My nephew did a beautiful job of the Torah reading at his bar mitzvah.

πλάκα σαπούνι

noun (cake of solid soap)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If your zipper sticks, rub a bar of soap over the zipper teeth to lubricate it.

πλάκα σαπούνι

noun (soap in the form of a bar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bar soap is messier than liquid soap, but cheaper.

προσωπικό σε μπαρ

noun (personnel serving drinks)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σκαμπό σε μπαρ

noun (seat in bar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alice was sitting on a bar stool with a drink in her hand.

εργασία σε μπαρ, δουλειά σε μπαρ

noun (job at a bar, pub, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαρότσαρκα

noun (US, figurative, informal (pub crawl) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κλειδί αφαίρεσης παξιμαδιών

noun (type of wrench: removes nuts)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σοκολάτα

noun (US (bar of chocolate)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A candy bar is not a healthy snack. You can usually get candy bars from a vending machine.
Η σοκολάτα δεν είναι υγιεινό σνακ. Συνήθως, μπορείς να αγοράσεις σοκολάτες από κάποιον αυτόματο πωλητή.

μπαρ σε εκδήλωση όπου οι καλεσμένοι μπορούν να αγοράσουν ποτά

(drinks bar)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπάρα δημητριακών

noun (breakfast food)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I didn't have time to cook breakfast, so I ate a cereal bar instead.

σοκολάτα

noun (chocolate candy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

cocktail bar

noun (drinking establishment)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καφέ μπαρ

noun (café: serves coffee)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Starbucks turned the coffee bar into a multinational enterprise.

φυλετικός διαχωρισμός

noun (separation by skin color)

μπάρα ενέργειας

noun (high-calorie snack food)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
After 50 km of riding, I ate an energy bar and then rode another 50 km.

παρίσταμαι στο δικαστήριο

verbal expression (appear in court)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The prosecutor in the Smith case will go before the bar on ethics charges.

ράβδος χρυσού

noun (ingot of solid gold)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The USA keeps gold bars at Fort Knox.

μπάρα στήριξης, λαβή στήριξης

(bar attached to wall) (σε τοίχο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γκρανόλα

noun (snack product containing oats)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσαγκαράδικο

noun (shop that repairs shoes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I took my boots to a heel bar to have the worn soles replaced.

οριζόντια μπάρα

noun (on a bar chart)

Horizontal bar A shows greater value than horizontal bar B.

πήχης

noun (for high jump)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She cleared the horizontal bar at 2 metres to win the gold medal.

μονόζυγο

noun (gymnastic event)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαγαζί με χυμούς

noun (establishment serving juice)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A new juice bar opened recently near campus.

πολυτελές μπαρ

noun (UK (more elegant bar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sarah was invited to the lounge bar for drinks. The Star Inn has both a lively public bar and a comfortable lounge bar.

μέλος του δικηγορικού συλλόγου

noun (qualified lawyer, barrister)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Even though he went to law school, he cannot work as a lawyer because he is not a member of the bar.

μίνι μπαρ

noun (small fridge in hotel room)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
There's a minibar in your hotel room.

στήριγμα υαλοπινάκων

noun (construction: window bar)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στούντιο νυχιών

noun (shop that does manicures)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Julie goes to a nail bar to have her manicure done professionally.

open bar

(free drinks)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αγορεύω ενώπιον του δικαστηρίου

verbal expression (lawyer: represent defendants in court)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεβάζω τον πήχυ

verbal expression (figurative (set standards higher) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δοκός προστασίας

(vehicle: transverse bar) (προστασία από ανατροπή)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μπουφές με σαλάτες

noun (cold self-service salad buffet)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αμμοεπίπεδο

noun (sandy ridge formed by tide)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καταγώγιο

noun (informal (seedy drinking establishment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He found her in a sleazy bar trying to drown her sorrows.

σνακ μπαρ, καφέ, καφενείο

noun (small café)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll go to the snack bar to get us some popcorn and sodas at half-time.

κενό

noun (computer keyboard key) (πλήκτρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αθλητική καφετέρια

noun (public bar showing televised sport)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σταμπιλιζατέρ

noun (automotive)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μπάρα προόδου

noun (computing: bar showing progress)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σούσι μπαρ

noun (restaurant serving Japanese rice dishes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ράβδος Τ

noun (construction: T-shaped bar)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γραμμή εργασιών

noun (computer: row of application buttons)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπαρ που σερβίρει κοκτέιλ

noun (cocktail bar)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στριπτιτζάδικο

noun (vulgar, informal (bar employing topless dancers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοτσαδόρος

noun (metal bar for towing)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπαρ με νεροχύτη

noun (drinks bar with a sink unit) (έπιπλο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαρ

noun (drinking establishment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the 1980s wine bars were seen as more sophisticated than the local pub.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bar στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bar

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.