Τι σημαίνει το presence στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης presence στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του presence στο Αγγλικά.

Η λέξη presence στο Αγγλικά σημαίνει παρουσία, ύπαρξη, παρουσία, κάποιος που κάνει αισθητή την παρουσία του, παρουσία, ύπαρξη, παρουσία του, μπροστά σε, φυσική παρουσία, αστυνομική παρουσία, παρουσία, ύπαρξη, υπόσταση, εγγύτητα, αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης presence

παρουσία

noun (being there: person)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alex noted Marsha's presence at the poetry reading.
Ο Άλεξ σημείωσε την παρουσία της Μάρσα στη βραδιά ποίησης.

ύπαρξη

noun (being there: [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The presence of the chair in the middle of the field was rather odd.
Η παρουσία της καρέκλας στη μέση του χωραφιού ήταν μάλλον περίεργη.

παρουσία

noun (bearing, manner)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Robert was a man of stately presence.
Ο Ρόμπερτ ήταν ένας άνδρας με επιβλητικό παρουσιαστικό.

κάποιος που κάνει αισθητή την παρουσία του

noun (imposing personality)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Natalie was a real presence; she livened up any event she attended.

παρουσία, ύπαρξη

noun (feeling of [sb/sth] being present)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Although Wendy could not see anybody in the room, she sensed a presence.

παρουσία του, μπροστά σε

preposition (in front of, before: [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He never smoked in the presence of his girlfriend.

φυσική παρουσία

noun (fact of being present)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Your physical presence at the bank won't be necessary because I can sign for you.

αστυνομική παρουσία

noun (attendance or proximity of police officers)

There was a strong police presence around the Capital, when the people came to protest.

παρουσία, ύπαρξη, υπόσταση

noun (existence or fact of)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The presence of fossils in the earth's crust has caused much debate.

εγγύτητα

noun (proximity of: [sb])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the presence of money, people change.

αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση

noun (composure, clarity of thought)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Firefighters must possess presence of mind when dealing with dangerous situations. Not everyone has the presence of mind to comprehend complex, abstract ideas.
Οι πυροσβέστες πρέπει να έχουν αυτοκυριαρχία όταν αντιμετωπίζουν επικίνδυνες καταστάσεις.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του presence στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του presence

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.