Τι σημαίνει το agente στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης agente στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του agente στο ισπανικά.

Η λέξη agente στο ισπανικά σημαίνει ατζέντης, ατζέντισσα, ατζέντης, ατζέντισσα, πράκτορας, παράγοντας, αστυφύλακας, αστυφύλακας, μυστικός πράκτορας, μυστική πράκτορας, επενδυτής, επενδύτρια, αντιπρόσωπος, επενδυτής, επενδύτρια, μεσίτης, μεσίτρια, όργανο, αντιπρόσωπος πωλήσεων, εμπορικός αντιπρόσωπος, αστυνομικός, αστυνομικός, αστυφύλακας, αστυνομικός, ταξιδιωτικός αντιπρόσωπος, μάνατζερ, manager, αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος, κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια, λευκαντικό, δασονόμος, δασοφύλακας, αποσυνθέτης, ενεργώ ως εκπρόσωπος τύπου, παθογόνο, αστυνομικός, μειωτής, αντικαταστάτης, θηροφύλακας, διπλός πράκτορας, κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια, γυναίκα αστυφύλακας υπεύθυνη για πρόστιμα παράνομης στάθμευσης, αστυνομικός, αστυνόμος, εκπρόσωπος τύπου, κάποιος που κάνει κρατήσεις, ασφαλιστής, κτηματομεσίτης, συστατικό το οποίο βοηθά να δέσει μία σάλτσα, ρυπαντική ουσία, μυστικός πράκτορας, κατάσκοπος, ελεγκτής της κυβέρνησης, οικονομικός σύμβουλος, οικονομική σύμβουλος, επιβολή του νόμου, μεσίτης, κτηματομεσίτης, μεσίτης, κτηματομεσίτης, πωλητής, μεσίτης, μεσίτρια, εταιρεία παροχής ενυπόθηκων δανείων, κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια, αντικολλητικό, υπάλληλος οδικής ασφάλειας, αντιπρόσωπος πωλήσεων, εμπορικός αντιπρόσωπος, αξιωματούχος, ορκωτός συμβολαιογράφος, χηλική ένωση, φλυκταινογόνος ουσία, εκπρόσωπος τύπου, τελωνειακός, υπεύθυνος δανείων, υπεύθυνη δανείων, δεσμοφύλακας, μεσίτης ακινήτων, μεσίτρια ακινήτων, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων, ασφαλιστής, ασφαλίστρια, ασφαλιστής, ασφαλίστρια, καρκινογόνος ουσία, πωλητής πακέτων διακοπών κλπ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ατζέντης, παίκτης χωρίς συμβόλαιο, μυστικός πράκτορας, κατάσκοπος, ταξιδιωτικός πράκτορας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ομοσπονδιακός αξιωματούχος, κυρίως του FBI, τροχονόμος, πολίαρχος, προβοκάτορας, εκπρόσωπος, εκπρόσωπος, συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης, όργανο της τάξης, υπεύθυνος τύπου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης agente

ατζέντης, ατζέντισσα

(ηθοποιός κ.λπ.)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
El agente de Amanda le aseguró un contrato de publicación para su libro.
Ο ατζέντης της Αμάντας της εξασφάλισε ένα συμβόλαιο για συγγραφή βιβλίου.

ατζέντης, ατζέντισσα

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
El agente del mariscal de campo responderá esas preguntas.
Ο ατζέντης του επιθετικού παίκτη θα απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις.

πράκτορας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El gobierno envió un agente de manera encubierta para espiar las actividades de la banda.
Η κυβέρνηση έστειλε κρυφά έναν πράκτορα για να κατασκοπεύσει τις δραστηριότητες της συμμορίας.

παράγοντας

nombre masculino (química)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los agentes oxidantes se reducen cuando ganan electrones.

αστυφύλακας

nombre común en cuanto al género (de policía)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El agente llegó a la escena del asesinato al anochecer.

αστυφύλακας

nombre común en cuanto al género (de policía)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cuando vieron al agente dirigiéndose hacia ellos les entró el pánico.

μυστικός πράκτορας, μυστική πράκτορας

nombre común en cuanto al género

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fueron interrogados por un agente de la CIA.

επενδυτής, επενδύτρια

nombre común en cuanto al género (χρηματιστήριο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Hannah es agente en el mercado bursátil.

αντιπρόσωπος

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επενδυτής, επενδύτρια

(de bolsa)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
El agente recibió una sustanciosa bonificación a finales de año.

μεσίτης, μεσίτρια

nombre común en cuanto al género (ακίνητα)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Laura telefoneó al agente encargado de su seguro de coche.

όργανο

nombre común en cuanto al género (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Al sheriff no lo respetaban en el pueblo porque era visto como un agente del gobierno invadiendo el pueblo.

αντιπρόσωπος πωλήσεων, εμπορικός αντιπρόσωπος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Nuestro representante pasará por tu oficina con muestras gratis.

αστυνομικός

(hombre)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un policía arrestó al sospechoso aquí cerca.
Ένας αστυφύλακας συνέλαβε τον ύποπτο εκεί κοντά.

αστυνομικός

(mujer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las mujeres policía tienen las mismas responsabilidades que su compañeros masculinos.

αστυφύλακας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αστυνομικός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Matthew es policía en la fuerza policial.

ταξιδιωτικός αντιπρόσωπος

(viajes)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Nuestro representante lo esperará justo a la salida de Aduanas.
Ο ταξιδιωτικός αντιπρόσωπός μας θα σας συναντήσει ακριβώς έξω από το τελωνείο.

μάνατζερ, manager

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El representante de la estrella del pop es en realidad su codicioso padre.
Ο μάνατζερ της ποπ σταρ είναι στην πραγματικότητα ο άπληστος πατέρας της.

αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Si tienes problemas cuando llegues al hotel, por favor repórtalo con el representante del sitio.
Εάν αντιμετωπίσετε οποιοδήποτε πρόβλημα όταν φτάσετε στο ξενοδοχείο, παρακαλείσθε να το αναφέρετε στον αντιπρόσωπο που βρίσκεται εκεί.

κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
La inmobiliaria nos mostró muchas casas y condominios, aunque no queríamos comprar nada.
Ο μεσίτης μας έδειξε πολλά σπίτια και διαμερίσματα, όμως δεν θέλαμε να αγοράσουμε κανένα από αυτά.

λευκαντικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δασονόμος, δασοφύλακας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Si un guardabosques te encuentra fumando acá, te hace una multa.

αποσυνθέτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ενεργώ ως εκπρόσωπος τύπου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El agente de la banda los ha estado publicitando por toda la ciudad para el lanzamiento de su primer disco.

παθογόνο

αστυνομικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μειωτής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αντικαταστάτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θηροφύλακας

(gobierno) (φύλακας κυνηγετικής περιοχής)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

διπλός πράκτορας

(κατάσκοπος της κυβέρνησης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Desconocíamos que nuestro espía era un agente doble que trabajaba para el enemigo.

κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Si quieres ser agente inmobiliario, primero tienes que hacer un curso sobre cómo vender propiedades.
Αν θέλεις να γίνεις κτηματομεσίτης, πρέπει πρώτα να παρακολουθήσεις ένα σεμινάριο για τους τρόπους πώλησης ακινήτων.

γυναίκα αστυφύλακας υπεύθυνη για πρόστιμα παράνομης στάθμευσης

(κατά λέξη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Me tengo ir, tengo el auto mal estacionado y hay una agente de tránsito poniendo multas.

αστυνομικός, αστυνόμος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Cuando sea mayor, quiere ser bombero u oficial de policía.
Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει είτε πυροσβέστης είτε αστυνομικός.

εκπρόσωπος τύπου

locución nominal común en cuanto al género

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
El agente de prensa del actor ha emitido un comunicado.

κάποιος που κάνει κρατήσεις

(Chil)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασφαλιστής

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Necesitaba actualizar mi póliza así que llamé a mi agente de seguros.

κτηματομεσίτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συστατικό το οποίο βοηθά να δέσει μία σάλτσα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρυπαντική ουσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El agente contaminante del río resultó ser cloro del servicio de lavandería.

μυστικός πράκτορας, κατάσκοπος

locución nominal común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sean Connery encarnó al famoso agente secreto James Bond muchas veces.

ελεγκτής της κυβέρνησης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El agente especial bajó del avión en Miami

οικονομικός σύμβουλος, οικονομική σύμβουλος

επιβολή του νόμου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Mi padre trabajó en los cuerpos de seguridad durante años.
Ο πατέρας μου δούλεψε πολλά χρόνια στον τομέα επιβολής του νόμου.

μεσίτης, κτηματομεσίτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los agentes de bienes raíces no necesitan estar profesionalmente cualificados.

μεσίτης, κτηματομεσίτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El agente inmobiliario nos enseñó muchas casas antes de que encontráramos la ideal.
Ο μεσίτης μας έδειξε αρκετά σπίτια πριν βρούμε το τέλειο σπίτι.

πωλητής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Su promotor tiene cita para visitarnos la próxima semana.

μεσίτης, μεσίτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

εταιρεία παροχής ενυπόθηκων δανείων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια

locución nominal común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
El agente inmobiliario se ocupará de recolectar el alquiler de esta propiedad.

αντικολλητικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Este agente antiadherente está diseñado especialmente para hornear.

υπάλληλος οδικής ασφάλειας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιπρόσωπος πωλήσεων

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
La visitó el agente de ventas para cerrar la operación.

εμπορικός αντιπρόσωπος

αξιωματούχος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ορκωτός συμβολαιογράφος

locución nominal común en cuanto al género

χηλική ένωση

φλυκταινογόνος ουσία

(ιατρική)

εκπρόσωπος τύπου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

τελωνειακός

locución nominal común en cuanto al género

En el aeropuerto un agente de aduana revisó nuestro equipaje.

υπεύθυνος δανείων, υπεύθυνη δανείων

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

δεσμοφύλακας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

μεσίτης ακινήτων, μεσίτρια ακινήτων

υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

ασφαλιστής, ασφαλίστρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Taylor era el agente de seguros que vendió a Gary la póliza.

ασφαλιστής, ασφαλίστρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Mi asegurador rellenó el formulario por mí.

καρκινογόνος ουσία

Analizaron el producto con detenimiento y no contiene agentes cancerígenos.

πωλητής πακέτων διακοπών κλπ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nombre masculino

ατζέντης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Οι ατζέντηδες βρίσκουν γκαλερί για εικαστικούς καλλιτέχνες και ντεφιλέ μόδας για μοντέλα.

παίκτης χωρίς συμβόλαιο

(MX, deporte) (αθλητικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Su contrato con los Yankees expiró, así que ahora es un agente libre.

μυστικός πράκτορας, κατάσκοπος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ταξιδιωτικός πράκτορας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El agente de viajes nos vendió un paquete para ir a las Bermudas.
Ο ταξιδιωτικός πράκτορας μας πούλησε ένα πακέτο διακοπών στις Βερμούδες.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

ομοσπονδιακός αξιωματούχος, κυρίως του FBI

(στις ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τροχονόμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πολίαρχος

(αρχαία Ρώμη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προβοκάτορας

locución nominal con flexión de género

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

εκπρόσωπος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

εκπρόσωπος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης

(οικονομικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Es agente de futuros en un banco londinense.

όργανο της τάξης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπεύθυνος τύπου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του agente στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.