Τι σημαίνει το coger στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης coger στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του coger στο ισπανικά.

Η λέξη coger στο ισπανικά σημαίνει πιάνω, παίρνω, πιάνω, κολλάω, παίρνω, πιάνω, αρπάζω, παίρνω, παίρνω, πιάνω, κάνω, προλαβαίνω, πιάνω, φασώνομαι, αρπάζω, αρπάζω, μαζεύω, κόβω, αρπάζω, παίρνω, πηδιέμαι, γαμιέμαι, προλαβαίνω, πιάνω, παίρνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, πιάνω, παίρνω, κολλάω, κολλώ, μαζεύω, το κάνω, πηδιέμαι, παρουσιάζω, ακούω, αρπάζω,πιάνω, πιάνω, καταλαβαίνω, πιάνω το νόημα, πηδιέμαι, γαμιέμαι, αρρωσταίνω, αρπάζω, καταλαβαίνω, αρπάζω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κόβω κτ από κτ, μαζεύω κτ από κτ, αρπάζω κρύωμα, παγιδεύω, παίρνω βάρος, βάζω βάρος, πηδάω, γαμάω, κάνω, απορημένος, πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα, παίρνω το τρένο, πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα, πάω διακοπές, σηκώνω το τηλέφωνο, σηκώνω το τηλέφωνο, αποκτώ ορμή, παίρνω το κολάι, μεθώ, πάω με τον ένα και με τον άλλο, αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ταχύτητα, επιταχύνομαι, ξαφνιάζω, εκπλήσσω, τα καταφέρνω με κτ, κάνω σεξ με κπ, φιστικώνω, απαυτώνω, πηδάω, γαμάω, ξεγελάω κπ για να κάνει κτ, καταφέρνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω εγκληματία κατόπιν καταδίωξης, τον μπήγω σε κπ, τον χώνω σε κπ, μαζεύω στρείδια, μαζεύω μούρα, κυριεύω, στήνω ενέδρα σε κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης coger

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puedo coger la pelota con una mano.
Μπορώ να πιάσω την μπάλα με το ένα χέρι.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill tiene que coger el autobús desde la ciudad.
Ο Μπιλ πρέπει να πάρει ένα λεωφορείο από την πόλη.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cogimos cinco salmones en el río.
Πιάσαμε πέντε σολομούς στο ποτάμι.

κολλάω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leah coge un resfriado todos los inviernos.
Η Λία αρπάζει ένα κρυολόγημα κάθε χειμώνα.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella agarró el dinero y corrió a la tienda.
Πήρε τα λεφτά και έτρεξε στο μαγαζί.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jason la agarró por la muñeca.
Ο Τζέισον την έπιασε από τον καρπό.

αρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ladrón agarró mi cartera y se fue corriendo.
Ο ληστής άρπαξε την τσάντα μου και έφυγε τρέχοντας.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, tome un bizcocho de la bandeja.
Παρακαλώ, πάρε ένα κομμάτι κέικ από τον δίσκο.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nosotros tomamos un taxi a casa al final de la noche.
Στο τέλος της βραδιάς, πήραμε ταξί για το σπίτι.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía arrestó al delincuente sin ningún problema.

κάνω

(educación)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He decidido escoger francés el próximo semestre.

προλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quizá lo alcances si te das prisa.
Μπορεί να τον προλάβεις αν βιαστείς.

πιάνω

(στα πράσα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía le atrapó con las manos en la masa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πρέπει να κάνεις ησυχία αν δεν θέλεις να σε τσακώσουν.

φασώνομαι

(AR) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρπάζω

(ES)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Liz cogió el balón y corrió hacia la portería.
Η Λιζ άρπαξε την μπάλα και έτρεξε προς το τέρμα.

αρπάζω

(ES)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él cogió los diamantes y salió corriendo.
Άρπαξε τα διαμάντια τράπηκε σε φυγή.

μαζεύω, κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Charlie le gusta coger flores para su novia.
Στον Τσάρλι αρέσει να μαζεύει λουλούδια για το κορίτσι του.

αρπάζω

(ES)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él cogió mi mano y me sacó de ahí.
Άρπαξε το χέρι μου και με τράβηξε μακριά.

παίρνω

(AR, UY, vulgar) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πηδιέμαι, γαμιέμαι

(AR, UY, vulgar) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προλαβαίνω

(excepto AR)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo que correr si quiero coger mi tren.
Πρέπει να βιαστώ αν θέλω να προλάβω το τρένο μου.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tomo el autobús para el trabajo todos los días.
Παίρνω το λεωφορείο για να πάω καθημερινά στη δουλειά.

κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gerald no podía captar el concepto complicado que su maestro trataba de explicar.
Ο Τζέραλντ δεν μπορούσε να κατανοήσει την πολύπλοκη έννοια που προσπαθούσε να εξηγήσει ο δάσκαλός του.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tomó su brazo y lo empujó hacia ella.
Έπιασε το μπράτσο του και τον τράβηξε προς το μέρος της.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κολλάω, κολλώ

(coloquial, contraer una enfermedad) (μτφ, καθομ: αρρώστια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pilló la gripe y tuvo que quedarse en casa.
Κόλλησε γρίπη και αναγκάστηκε να μείνει σπίτι.

μαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El mueble acumula mucho polvo.
Το έπιπλο μαζεύει σκόνη.

το κάνω

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No diría que Charlie y yo estamos saliendo, pero hemos ligado un par de veces.

πηδιέμαι

(χυδαίο, αργκό)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
La madre de Tim apareció justo cuando él y su novia estaban follando.

παρουσιάζω

(MX)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Atrapé un resfriado durante el fin de semana.

ακούω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo siento, no lo escuché. ¿Qué dijiste?
Συγγνώμη, δεν το άκουσα. Τι είπες;

αρπάζω,πιάνω

(excepto AR, UY)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο κ. Τζόουνς άρπαξε (or: έπιασε) τον Μαρκ από το κολάρο και τον έσυρε να δει τον διευθυντή.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Agarra fuerte la carga, y asegúrate de que no sea demasiado pesada antes de levantarla.

καταλαβαίνω, πιάνω το νόημα

verbo transitivo (ES) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηδιέμαι, γαμιέμαι

(coloquial) (χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Anoche eché un polvo por primera vez en un año.
Χτες το βράδυ πηδήχτηκα για πρώτη φορά μετά από έναν χρόνο.

αρρωσταίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Caí enfermo con un resfriado.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η γιαγιά μου αρρώστησε από μια περίεργη ασθένεια και κανείς δεν μπόρεσε να βγάλει διάγνωση.

αρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy agarró el brazo de Eduardo.
Η Νάνσι άρπαξε το χέρι του Έντουαρντ.

καταλαβαίνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ejército tomó por la fuerza el pueblo después de muchos días de lucha.
Ο στρατός κατέλαβε την πόλη μετά από αρκετές μέρες μαχών.

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary rápidamente entendió de lo que estaba hablando David.
Η Μαίρη αντιλήφθηκε (or: κατάλαβε) γρήγορα αυτό που έλεγε ο Ντέιβιντ.

κόβω κτ από κτ, μαζεύω κτ από κτ

Kate recogió algunos frutos del árbol de durazno para que los otros crecieran más grande.
Η Κέιτ έκοψε μερικά άγουρα φρούτα από τη ροδακινιά ώστε τα υπόλοιπα να μεγαλώσουν περισσότερο.

αρπάζω κρύωμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si sales con esta lluvia y sin abrigo, te resfriarás.

παγιδεύω

(en una trampa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los niños atraparon a la niñera dentro de una red grande que cayó del techo.

παίρνω βάρος, βάζω βάρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La mayoría de los estudiantes engordan en su primer año de facultad. ¡He engordado tanto que no me puedo abrochar los pantalones!

πηδάω, γαμάω

(coloquial) (καθομιλουμένη, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julie enfureció cuando se enteró de que su marido se había estado tirando a alguien más.

κάνω

(MX)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tienes que cargarte a la izquierda en la bifurcación.
Πρέπει να κάνεις αριστερά στη διχάλα του δρόμου.

απορημένος

(AmL)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su repentina admisión nos tomó desprevenidos.

πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα

expresión (ES, coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mateo cogerá al toro por los cuernos mañana y le pedirá a Luisa que se case con él.

παίρνω το τρένο

locución verbal (ES)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα

(AR, vulgar) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Escuché que Tracy cogió con con todo el equipo de futbol.

πάω διακοπές

locución verbal (ES)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σηκώνω το τηλέφωνο

(AR, UY) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σηκώνω το τηλέφωνο

(AR, UY) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esperaba que él atendiera el teléfono, ya que se encontraba a una corta distancia.

αποκτώ ορμή

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω το κολάι

(ES, coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La llevé a patinar por primera vez y en seguida le pilló el tranquillo.
Την πήγα πρώτη φορά για πατινάζ και πήρε αμέσως το κολάι.

μεθώ

expresión (ES, coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tomé demasiado anoche y de verdad me cogí un pedo.

πάω με τον ένα και με τον άλλο

(AmL, coloquial) (με άντρες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No le tengo respeto a los hombres que andan cogiendo por ahí, ni tampoco a las mujeres que hacen lo mismo.

αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ταχύτητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La bicicleta empezó a tomar velocidad mientras rodaba colina abajo.

επιταχύνομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξαφνιάζω, εκπλήσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ver tantos cocodrilos juntos me tomó por sorpresa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Απέρριψε την προσφορά εργασίας που της έκανε κι αυτό τον εξέπληξε. Ξαφνιάστηκα πραγματικά όταν αντέδρασε τόσο θυμωμένα.

τα καταφέρνω με κτ

(AR, figurado, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando finalmente le agarré la mano al álgebra empecé a aprender cálculo.

κάνω σεξ με κπ

(ES, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φιστικώνω, απαυτώνω

(coloquial) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Te le tiraste en la primera cita?

πηδάω, γαμάω

(ES, vulgar) (χυδαίο, αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Parece que Linda se está follando a Rick.

ξεγελάω κπ για να κάνει κτ, καταφέρνω κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El jefe embaucó a Jim de nuevo para que trabaje horas extras.
Το αφεντικό ξεγέλασε τον Τζιμ ώστε να κάνει ξανά υπερωρίες.

συλλαμβάνω εγκληματία κατόπιν καταδίωξης

(κυριολεκτικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Finalmente, la policía capturó al ladrón fuera de la casa de cambio.
Οι αστυνομικοί συνέλαβαν τελικά τον κλέφτη κατόπιν καταδίωξης έξω από το χρηματιστήριο.

τον μπήγω σε κπ, τον χώνω σε κπ

(coloquial) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He escuchado que Brian se está tirando a Marsha.
Άκουσα τον Μπράιαν να κουτουπώνει τη Μάρσα.

μαζεύω στρείδια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαζεύω μούρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυριεύω

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los agarró la mala suerte.

στήνω ενέδρα σε κπ/κτ

(AmL)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του coger στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.