Τι σημαίνει το al lado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης al lado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του al lado στο ισπανικά.

Η λέξη al lado στο ισπανικά σημαίνει δίπλα, δίπλα, στο πλάι, σε σχέση με, δίπλα σε κτ/κπ, συνοδεύομαι, δίπλα δίπλα, δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ, δίπλα-δίπλα, δίπλα σε κπ/κτ, δίπλα, ακριβώς δίπλα σε, διπλανός, δίπλα σε, στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ, περνάω από κτ, τοποθετώ το ένα δίπλα στο άλλο, βάζω στην σειρά, στο πλάι της πισίνας, αρκετά κοντά έτσι ώστε, δίπλα σε κτ, δίπλα σε κπ/κτ, διπλανός, δίπλα σε, μένω πιστός σε κπ, διπλανός, δίπλα σε, δίπλα σε κπ/κτ, γείτονας, γειτόνισσα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης al lado

δίπλα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vive al lado con su madre y media docena de gatos.

δίπλα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La reina iba en un carruaje, y los guardias caminaban al lado.
Η βασίλισσα πήγαινε σε μια άμαξα και οι φρουροί περπατούσαν δίπλα.

στο πλάι

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A mi perro le gusta correr a mi lado cuando voy en bicicleta.

σε σχέση με

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Junto a los otros hombres no parece tan bajito.
Δεν φαίνεται τόσο κοντός συγκριτικά με τους άλλους άνδρες.

δίπλα σε κτ/κπ

La casa junto al campo de golf tiene una gran vista.
Το σπίτι δίπλα στο γήπεδο του γκολφ έχει υπέροχη θέα.

συνοδεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jefe estaba flanqueado por dos de sus asesores de más confianza.

δίπλα δίπλα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Marcharon uno al lado del otro, en filas completamente derechas.

δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ

locución adverbial (coloquial)

Voy al lado tuyo en el coche.

δίπλα-δίπλα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estaban sentados uno al lado del otro.

δίπλα σε κπ/κτ

δίπλα

locución preposicional

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nuestro campamento de pesca está al lado del lago.

ακριβώς δίπλα σε

locución preposicional

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tengo un reloj y una lámpara justo al lado de mi cama.

διπλανός

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Mi vecino de al lado siempre me despierta con el volumen de su música.
Μονίμως ξυπνώ από τη δυνατή μουσική που βάζει ο δίπλα.

δίπλα σε

Conservo una linterna junto a mi cama.
Κρατάω ένα φακό δίπλα (or: πλάι) στο κρεβάτι μου.

στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ

(μτφ: συμπαράσταση)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

περνάω από κτ

locución verbal

He pasado por al lado de esa tienda cien veces pero nunca he entrado.

τοποθετώ το ένα δίπλα στο άλλο, βάζω στην σειρά

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Colocó las dos prendas una al lado de la otra para poder compararlas mejor.

στο πλάι της πισίνας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αρκετά κοντά έτσι ώστε

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Llegué a estar casi al lado de mi artista favorito.

δίπλα σε κτ

Un rascacielos moderno está al lado de la iglesia histórica.

δίπλα σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διπλανός

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
¿Te refieres a la casa amarilla de dos pisos o a la vecina?
Εννοείς το κίτρινο διώροφο σπίτι ή το δίπλα;

δίπλα σε

El baño de al lado de la habitación viene equipado con ducha y jacuzzi.

μένω πιστός σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha sido una buena amiga que ha estado conmigo en las buenas y en las malas.
Ήταν μια καλή φίλη, η οποία μου έμεινε πιστή στα εύκολα και στα δύσκολα.

διπλανός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La gente del departamento de al lado es muy entrometida.
Οι άνθρωποι στο διπλανό διαμέρισμα κάνουν πολύ θόρυβο.

δίπλα σε

(κοντά σε)

Las llaves están ahí junto a la puerta.
Τα κλειδιά είναι εκεί πέρα, δίπλα στην πόρτα.

δίπλα σε κπ/κτ

γείτονας, γειτόνισσα

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Veo que los de al lado tienen visitantes estas vacaciones.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του al lado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.