Τι σημαίνει το lado στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lado στο ισπανικά.
Η λέξη lado στο ισπανικά σημαίνει πλευρά, πλευρά, πλάι, πλευρά, μέρος, πλευρά, πλευρά, πλαϊνό μέρος, πλευρά, όψη, οπτική, σκοπιά, σκέλος, λαγόνα, βουνοπλαγιά, κύκλος, ελάττωμα, μειονέκτημα, πλεονέκτημα, δεξιά μεριά, δεξιά πλευρά, δεξιά πλευρά, πηγαινοέρχομαι, περνώ φευγαλέα, περπατώ αδιάφορα, κάνω κτ στην άκρη, στραβά, σε σχέση με, πετάω, ξεφορτώνομαι, παραγκωνίζω, ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι από, συνοδεύομαι, εξωτερικό, καλό, χωρίζω, πουθενά, κάπου, δίπλα δίπλα, στην άκρη, στο πλάι, μπρος-πίσω, μπρος πίσω, μπρος πίσω, με το ένα πόδι στον τάφο, δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ, πλευρικά, παράπλευρα, παραπλεύρως, αντιθέτως, σε αντίθεση, σε αντιδιαστολή, εν αντιθέσει, δίπλα, από τη μία, από μία άποψη, από τη μία... από την άλλη, απασχολημένος, δίπλα-δίπλα, στην αντίπερα όχθη, κάτω δεξιά, από δω κι από κει, πίσω μπρος, μπρος πίσω, δίπλα σε κπ/κτ, από την άλλη, μπρος πίσω, δίπλα, εν ζωή, στα δεξιά, από την άλλη, ακριβώς δίπλα σε, από την άλλη πλευρά, από την άλλη όμως, το θετικό του πράγματος είναι πως..., από τον Άννα στο Καϊάφα, θέση δίπλα στον διάδρομο, διπλανός, η θετική πλευρά, η πιο κοντινή πλευρά, βόρειο τμήμα, βόρεια πλευρά, θετική πλευρά, πλευρά εκτός οπτικού πεδίου, πίσω πλευρά, άλλη πλευρά, θετική πλευρά, πρώτη πλευρά, δεύτερη πλευρά, αριστερός, η άλλη πλευρά, η άλλη μεριά, η άλλη άκρη, δεξιά πλευρά, λάθος πλευρά, περιοχή όπου έχει πρόσβαση το κοινό, η μετά θάνατον ζωή, η άλλη πλευρά, δίπλα σε, καβάλα, δίπλα σε κτ/κπ, σε συμφωνία με, κάπου εδώ γύρω, φεύγω από τη μέση, βγαίνω από τη μέση, βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων, κοιτάζω και από την άλλη πλευρά, αλλάζω κατεύθυνση, απολαμβάνω τις μικρές χαρές, απολαμβάνω τα απλά πράγματα, στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ, παίρνω θέση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lado
πλευράnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tienes que pintar todos los lados de la caja. Πρέπει να βάψεις το κουτί από όλες τις μεριές. |
πλευράnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Este lado del río es más verde que el otro. Αυτή η μεριά του ποταμού είναι πιο πράσινη. |
πλάιnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hay un hoyo en este lado de la caja. Το κουτί έχει μια τρύπα στο πλάι. |
πλευράnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un cuadrado tiene cuatro lados. Το τετράγωνο έχει τέσσερις πλευρές. |
μέροςnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿De qué lado estás? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δε θέλω να διαλέξω στρατόπεδο. |
πλευρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nuestro lado de la familia tiene rasgos faciales característicos. |
πλευρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El lado sur de la ciudad es conocido por sus tiendas. |
πλαϊνό μέρος
El lado de la casa es un lugar divertido para jugar. |
πλευρά, όψη(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ella vio una faceta de él que no había visto antes. |
οπτική, σκοπιά(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Siempre ve las cosas desde el lado negativo. Πάντα έβλεπε τα πράγματα από αρνητική οπτική. |
σκέλοςnombre masculino (geometría) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los lados de este triángulo son más cortos que la hipotenusa. Un triángulo isóceles tiene dos lados iguales. |
λαγόνα(άνθρωπος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El cazador disparó al ciervo en el costado. Ο κυνηγός πυροβόλησε το ελάφι στα πλευρά. |
βουνοπλαγιά(de una montaña) (πλαγιά βουνού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La cara de la montaña es empinada y llena de rocas. |
κύκλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) En algunos círculos, se rumorea que el primer ministro va a renunciar. |
ελάττωμα, μειονέκτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿Cuál es el inconveniente de seguir este curso de acción? Ποιο είναι το μειονέκτημα της συγκεκριμένης πορείας δράσης; |
πλεονέκτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ir a una universidad prestigiosa tiene muchas ventajas. Υπάρχουν πολλά πλεονεκτήματα στο να φοιτά κανείς σε ένα πανεπιστήμιο υψηλού κύρους. |
δεξιά μεριά, δεξιά πλευρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En Estados Unidos conducimos por la derecha de la carretera, no por la izquierda. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στην Αμερική οδηγούμε στη δεξιά πλευρά του δρόμου, όχι στην αριστερή. |
δεξιά πλευρά
|
πηγαινοέρχομαι, περνώ φευγαλέα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Había mariposas revoloteando alrededor de la col. |
περπατώ αδιάφορα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω κτ στην άκρη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στραβά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi plan de decirle a Diane que la amaba terminó mal cuando apareció su madre de golpe. |
σε σχέση με
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Junto a los otros hombres no parece tan bajito. Δεν φαίνεται τόσο κοντός συγκριτικά με τους άλλους άνδρες. |
πετάω, ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El marido abusador zarandeaba a su mujer como si fuera una muñeca de trapo. |
παραγκωνίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La cobertura de las noticias locales fue marginada por la erupción del volcán. Έβαλαν στην άκρη την παρουσίαση των τοπικών νέων λόγω της ηφαιστειακής έκρηξης. |
ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι από
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La clave para tener unas buenas vacaciones es apartar tus preocupaciones y angustias. Το μυστικό για να κάνεις υπέροχες διακοπές είναι να απαλλαχθείς από έννοιες και ανησυχίες. |
συνοδεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe estaba flanqueado por dos de sus asesores de más confianza. |
εξωτερικό
Hay que pintar el exterior de la casa. Το εξωτερικό του σπιτιού θέλει βάψιμο. |
καλό
Deberías buscar siempre la bondad que hay en las personas. |
χωρίζω(sin papeles) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pareja se separó después de cinco años de matrimonio. |
πουθενά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Las llaves del auto de Dan no estaban en ninguna parte. Τα κλειδιά αυτοκινήτου του Νταν δεν ήταν πουθενά. |
κάπου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Roberto se estaba escondiendo en algún lugar de la casa. Ο Ρόμπερτ κρυβόταν κάπου μέσα στο σπίτι. Έβαλα κάπου το διαβατήριό μου, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ που. |
δίπλα δίπλα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Marcharon uno al lado del otro, en filas completamente derechas. |
στην άκρη, στο πλάιlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Hazte a un lado y deja pasar al mesero. Κάνε πιο πέρα κι άφησε τον σερβιτόρο να περάσει. |
μπρος-πίσω, μπρος πίσωlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) ¡Estuve yendo para un lado y para el otro todo el día! |
μπρος πίσω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) El bote se mecía de lado a lado el el mar embravecido. |
με το ένα πόδι στον τάφο(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίπλα σε κπ, πλάι σε κπlocución adverbial (coloquial) Voy al lado tuyo en el coche. |
πλευρικά, παράπλευρα, παραπλεύρωςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hazte de lado en el camino y encontrarás la pastelería. |
αντιθέτως, σε αντίθεση, σε αντιδιαστολή, εν αντιθέσει
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Yo siempre llego tarde, y vos, por el contrario, siempre sos puntual. Εν αντιθέσει με (or: σε αντίθεση με) σένα που έρχεσαι πάντοτε στην ώρα σου, εγώ είμαι διαρκώς αργοπορημένος. |
δίπλα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vive al lado con su madre y media docena de gatos. |
από τη μία, από μία άποψηlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por un lado, el restaurante tiene comida excelente, pero por el otro, es caro. Το εστιατόριο σερβίρει από τη μία έξοχο φαγητό, αλλά από την άλλη είναι πολύ ακριβό. |
από τη μία... από την άλληlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por un lado, sería más rápido volar a Manchester, por el otro, sería más caro que ir en tren. Από τη μία θα ήταν πιο γρήγορο να πετάξουμε στο Μάντσεστερ, από την άλλη θα ήταν πιο ακριβό από το τρένο. |
απασχολημένοςlocución adverbial (coloquial) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Siempre está de un lado para otro estos días, apenas lo veo en casa. Είναι συνέχεια απασχολημένος αυτές τις μέρες. Δεν τον βλέπω σχεδόν καθόλου στο σπίτι. |
δίπλα-δίπλα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Estaban sentados uno al lado del otro. |
στην αντίπερα όχθη(μτφ: εντελώς αντίθετα) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Me gusta la ópera, pero por otro lado soy fanático del punk rock. |
κάτω δεξιάlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
από δω κι από κειlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Una laptop es muy práctica cuando estás todo el día de un lado a otro. |
πίσω μπρος, μπρος πίσω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La pequeña niña se hamacaba de acá para allá en el columpio. |
δίπλα σε κπ/κτ
|
από την άλληlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Creo que iré a la fiesta esta noche. Por otro lado, tal vez no vaya. |
μπρος πίσω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) El león caminaba de un lado a otro en su jaula. Το λιοντάρι πήγαινε μπρος πίσω στο κλουβί του. |
δίπλαlocución preposicional (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nuestro campamento de pesca está al lado del lago. |
εν ζωή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mientras esté en esta vida cuidaré de mi jardín y de mis nietos. |
στα δεξιάlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los coches ingleses y los japoneses tienen el volante del lado derecho del coche. Τα βρετανικά και τα ιαπωνικά αυτοκίνητα έχουν το τιμόνι στα δεξιά. |
από την άλληlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Realmente quiero ver la película, pero por otro lado, llueve y estoy cansada. |
ακριβώς δίπλα σεlocución preposicional (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Tengo un reloj y una lámpara justo al lado de mi cama. |
από την άλλη πλευρά, από την άλλη όμωςlocución conjuntiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το θετικό του πράγματος είναι πως...
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από τον Άννα στο Καϊάφα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θέση δίπλα στον διάδρομο
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los asientos del lado del pasillo generalmente permiten que el pasajero estire las piernas. |
διπλανός
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Mi vecino de al lado siempre me despierta con el volumen de su música. Μονίμως ξυπνώ από τη δυνατή μουσική που βάζει ο δίπλα. |
η θετική πλευρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cada vez que me deprimía, mi abuelo me decía que había que mirar el lado bueno de la vida. |
η πιο κοντινή πλευρά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El instrumento tiene una manija en el lado proximal que permite sostenerlo con comodidad. |
βόρειο τμήμα, βόρεια πλευρά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La tienda está situada en el lado norte de la calle. |
θετική πλευρά
No vino mucha gente a la rifa benéfica, pero lo positivo es que recaudamos 11.000 libras. Δεν ήρθε πολύς κόσμος στη φιλανθρωπική δημοπρασία, αλλά η θετική πλευρά είναι ότι μαζέψαμε 11.000 λίρες. |
πλευρά εκτός οπτικού πεδίου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πίσω πλευρά, άλλη πλευράlocución nominal masculina El otro lado del álbum también tenía buenas canciones. Η πίσω πλευρά του άλμπουμ είχε επίσης μερικά καλά κομμάτια. |
θετική πλευρά
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρώτη πλευράlocución nominal masculina |
δεύτερη πλευράlocución nominal masculina |
αριστερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
η άλλη πλευρά, η άλλη μεριά, η άλλη άκρη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δεξιά πλευρά
El paciente tiene un dolor en el lado izquierdo del abdomen. |
λάθος πλευρά
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) El anciano estaba conduciendo por el lado equivocado de la carretera. |
περιοχή όπου έχει πρόσβαση το κοινόlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
η μετά θάνατον ζωήlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
η άλλη πλευρά
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δίπλα σε
Conservo una linterna junto a mi cama. Κρατάω ένα φακό δίπλα (or: πλάι) στο κρεβάτι μου. |
καβάλα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El jinete se sentó a horcajadas sobre el caballo alazán. |
δίπλα σε κτ/κπ
La casa junto al campo de golf tiene una gran vista. Το σπίτι δίπλα στο γήπεδο του γκολφ έχει υπέροχη θέα. |
σε συμφωνία μεlocución preposicional (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) ¡Estoy de parte tuya en este asunto! |
κάπου εδώ γύρωlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ξέρω ότι άφησα τα κλειδιά μου κάπου εδώ γύρω. |
φεύγω από τη μέση, βγαίνω από τη μέσηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El camión finalmente se hizo a un lado y pude dar vuelta a la derecha. |
βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si te concentras en el lado bueno de las cosas, serás una persona mucho más feliz. |
κοιτάζω και από την άλλη πλευρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No mires solo a la derecha antes de cruzar la calle; debes mirar también hacia el otro lado. |
αλλάζω κατεύθυνσηlocución verbal |
απολαμβάνω τις μικρές χαρές, απολαμβάνω τα απλά πράγματαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ(μτφ: συμπαράσταση) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
παίρνω θέσηlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No pienso ponerme del lado de ninguno, que arreglen sus diferencias entre ellos. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του lado
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.