Τι σημαίνει το alcance στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης alcance στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alcance στο ισπανικά.

Η λέξη alcance στο ισπανικά σημαίνει εμβέλεια, έκταση, γκάμα, βεληνεκές, έκταση, πεδίο, πλαίσιο, βεληνεκές, πλήρης έκταση, άνοιγμα, έκταση δραστηριότητας, βεληνεκές, έκταση, εμβέλεια, φτάνω, ικανότητα αντίληψης, έκταση, εξάπλωση, σπουδαιότητα, σημασία, ακτίνα, διάσταση, φτάνω, έρχομαι, φτάνω, φτάνω για όλους, φθάνω για όλους, είμαι αρκετός για όλους, φτάνω, φτάνω, φθάνω, πραγματοποιώ, τα βγάζω πέρα, κάνω, πιάνω, χτυπάω, φτάνω, επαρκώ, βρίσκω, φτάνω, πετυχαίνω, βρίσκω, προλαβαίνω, έχω μέγεθος, περνάω, περνώ, δίνω, επιτυγχάνω, πετυχαίνω, φτάνω, αρκώ, επαρκώ, πετυχαίνω, βγαίνω σε κτ, κατακτώ, που δεν είναι προσβάσιμος, έχω χρήματα για κτ, έχω αρκετά χρήματα για κτ, πανεθνικός, -, πέρα από τον έλεγχο σου, μου πέφτει πολύ, εκτός πεδίου εφαρμογής, σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία, εκτός εμβέλειας, σε απόσταση ακοής, στο βεληνεκές, στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσένα, σε απόσταση που δεν φτάνεται, σε ακτίνα ακοής, σε μικρή εμβέλεια, σε μικρή απόσταση, στο οπτικό πεδίο, κοντά, κοντά σε κτ, μη προσβάσιμος σε κπ, άμεσα διαθέσιμος, πεδίο, φάσμα, πλαίσιο, μισθός που επαρκεί για τη διαβίωση, επιτυχία ανευ προηγουμένου, εύρος εστίασης, αντικείμενο προμήθειας, κοντινά φώτα, μικρά φώτα, σε μικρή εμβέλεια, πλησιάζω, φτάνω, πλησιάζω, που μπορείς να φτάσεις εύκολα, σε απόσταση μεγαλύτερη από το σημείο που φτάνει το χέρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης alcance

εμβέλεια

(πρόσβαση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Creo que nuestros teléfonos móviles están fuera del alcance de la torre de radio más cercana.
Νομίζω ότι τα κινητά μας είναι εκτός εμβέλειας από τον κοντινότερο αναμεταδότη.

έκταση, γκάμα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El alcance de la colección cubría varios siglos de pinturas.
Η έκταση (or: γκάμα) της συλλογής κάλυπτε πίνακες πολλών αιώνων.

βεληνεκές

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La bala de artillería tiene un alcance de seis millas.

έκταση

(βαθμός, εύρος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Cuál es el alcance de los daños?
Ποια είναι η έκταση της ζημιάς;

πεδίο, πλαίσιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La recolección de impuestos está dentro del alcance del estado.

βεληνεκές

nombre masculino (de un arco)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλήρης έκταση

άνοιγμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El alcance de la estructura es muy amplio.
Το άνοιγμα της κατασκευής είναι ιδιαίτερα μεγάλο.

έκταση δραστηριότητας

nombre masculino (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nuestro alcance incluye cinco comunidades vecinas.
Η έκταση της δραστηριότητάς μας περιλαμβάνει πέντε γειτονικές κοινότητες.

βεληνεκές

nombre masculino (όπλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El objetivo todavía estaba al alcance.

έκταση, εμβέλεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Al principio el gerente no comprendió el alcance del problema, pero pronto se percató de su magnitud.
Ο διευθυντής σε πρώτη φάση δεν κατάλαβε το μέγεθος του προβλήματος. Σύντομα, όμως, συνειδητοποίησε για τι κλίμακα πρόκειται.

φτάνω

nombre masculino

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los vasos en la repisa superior están fuera de su alcance.
Δεν φτάνει τα ποτήρια στο πάνω ράφι.

ικανότητα αντίληψης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Esa idea está más allá del alcance de la mayoría de los estudiantes.

έκταση, εξάπλωση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El alcance del fuego era de unas tres hectáreas.

σπουδαιότητα, σημασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nadie apreció de verdad la magnitud que este evento tuvo en realidad.

ακτίνα

(área)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La policía cubrió un radio de 16 kilómetros buscando al niño perdido.
Η αστυνομία κάλυψε ακτίνα δέκα μιλίων ψάχνοντας για το αγνοούμενο αγόρι.

διάσταση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La dimensión de su propuesta es asombrosa.

φτάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mira aminoró la marcha para que su hermana menor pudiera alcanzarla.
Η Μίρα έκοψε ταχύτητα για να μπορέσει να τη φτάσει η μικρότερη αδερφή της.

έρχομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Perdí contacto con mi hermano hace años, y las noticias de su muerte me alcanzaron con una carta de su abogado.
Έχασα επαφή με τον αδερφό μου πριν από χρόνια και η είδηση του θανάτου του έφτασε με μια επιστολή από τον δικηγόρο του.

φτάνω για όλους, φθάνω για όλους, είμαι αρκετός για όλους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Crees que alcanzará con estos panes y pescados?
Πιστεύεις ότι υπάρχουν αρκετά καρβέλια και ψάρια για να επαρκέσουν για όλους; Πιστεύεις ότι τα καρβέλια και τα ψάρια είναι επαρκή για όλους;

φτάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedes alcanzar los vasos en la repisa superior?
Φτάνεις τα ποτήρια στο πάνω ράφι;

φτάνω, φθάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La abuela de Marlene alcanzó los 99 años antes de morir.
Η γιαγιά της Μαρλέν έφτασε τα ενενήντα εννιά πριν πεθάνει.

πραγματοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Espero que alcances tus sueños.
Ελπίζω να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου.

τα βγάζω πέρα

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
$150 te alcanzará para toda la semana.
Εκατό πενήντα δολάρια την εβδομάδα φτάνουν για να τα βγάλεις πέρα.

κάνω, πιάνω, χτυπάω

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hoy la Bolsa alcanzó un máximo histórico ante buenos reportes corporativos.
Η μετοχή έκανε νέο υψηλό ρεκόρ σήμερα στα χρηματιστηριακά νέα.

φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se espera que la temperatura hoy alcance los 30º C.
Η θερμοκρασία αναμένεται να φτάσει τους 30°C σήμερα.

επαρκώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βρίσκω, φτάνω, πετυχαίνω

verbo transitivo (στόχος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La flecha alcanzó el blanco.

βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La bala le alcanzó en el estómago.

προλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quizá lo alcances si te das prisa.
Μπορεί να τον προλάβεις αν βιαστείς.

έχω μέγεθος

verbo transitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
El terremoto alcanzó el grado cuatro en la escala de Richter.

περνάω, περνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía intentó alcanzar a los ladrones en fuga.

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Podrías pasarme el libro que está por allá, por favor?
Θα μπορούσες να μου δώσεις εκείνο εκεί το βιβλίο, σε παρακαλώ;

επιτυγχάνω, πετυχαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estamos a punto de conseguir nuestro objetivo de recaudar dos millones de dólares.
Είμαστε τόσο κοντά να πετύχουμε το στόχο μας και να μαζέψουμε δύο εκατομμύρια δολάρια.

φτάνω, αρκώ, επαρκώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si, la leche nos durará hasta el viernes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα τρόφιμα θα πρέπει να μας φτάσουν για δύο εβδομάδες.

πετυχαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La científica logró fama internacional después de su asombroso descubrimiento.

βγαίνω σε κτ

(καθομιλουμένη)

El desastre apareció en las noticias de la tarde.
Η καταστροφή βγήκε στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων.

κατακτώ

(alcanzar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El escalador ganó la cima de la montaña el lunes por la mañana.

που δεν είναι προσβάσιμος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Una participación del 100% es inalcanzable en este momento.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Προς αποφυγή ατυχημάτων, φροντίστε η συσκευή και το καλώδιό της να μην είναι προσβάσιμα σε παιδιά.

έχω χρήματα για κτ, έχω αρκετά χρήματα για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No podemos permitirnos una casa grande.
Δεν έχουμε αρκετά χρήματα για μεγάλο σπίτι.

πανεθνικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lanzaron una alerta a nivel nacional por el chico perdido.
Σήμανε πανεθνικός συναγερμός για το αγνοούμενο παιδί.

-

locución adverbial (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Sigue intentándolo, el primer premio está al alcance de tu mano.
Συνέχισε την προσπάθεια. Μπορείς εύκολα να κερδίσεις το πρώτο βραβείο.

πέρα από τον έλεγχο σου

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La situación está fuera de tu alcance.

μου πέφτει πολύ

locución adjetiva (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκτός πεδίου εφαρμογής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los estudiantes solo pueden incluir información relevante en sus ensayos, así como omitir cualquier cosa que se salga del tema.

σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία

locución adjetiva (ΗΠΑ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es una ley de alcance provincial, su jurisdicción está dentro de la provincia , no puede desconocerla.

εκτός εμβέλειας

locución adjetiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε απόσταση ακοής

locución adverbial (όχι συχνό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Te lo contaré después, cuando no haya chicos al alcance del oído.

στο βεληνεκές

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando el enemigo estuvo en el radio de alcance, esperamos la orden de abrir fuego.

στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσένα

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Haré todo lo que esté a mi alcance para ayudarlos.

σε απόσταση που δεν φτάνεται

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Casi podía tocar el techo, pero estaba fuera de mi alcance.
Μπορούσα σχεδόν ν' αγγίξω το ταβάνι, αλλά ήταν μόλις σε μια απόσταση που δε φτανόταν.

σε ακτίνα ακοής

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Todos los que estaban al alcance del oído se dieron vuelta al resonar la palabrota.

σε μικρή εμβέλεια

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El coche se fue por el barro salpicando a todos a su alcance.

σε μικρή απόσταση

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los medicamentos no deben dejarse al alcance de los niños.
Τα φάρμακα δεν πρέπει να αποθηκεύονται σε μικρή απόσταση από τα παιδιά. Το μωρό έκλαιγε για την μπάλα, η οποία δεν ήταν σε μικρή απόσταση.

στο οπτικό πεδίο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Algunos dicen que el final de la recesión podría estar al alcance de la vista en unos pocos meses.

κοντά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κοντά σε κτ

locución preposicional

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Después de mucho ahorrar, finalmente el nuevo coche está al alcance de nuestro bolsillo.

μη προσβάσιμος σε κπ

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tus pastillas tienen que estar fuera del alcance de los niños.

άμεσα διαθέσιμος

locución adverbial (figurado)

Debes tener todo lo que necesitas al alcance de tu mano antes de empezar a trabajar.

πεδίο, φάσμα, πλαίσιο

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El alcance real de los crímenes que cometieron durante el cargo finalmente está siendo revelado.

μισθός που επαρκεί για τη διαβίωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Esta compañía no paga ni un sueldo que alcance para vivir.

επιτυχία ανευ προηγουμένου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Había recibido muchos galardones en su vida, pero el Premio Nobel era un nuevo alcance incluso para él.

εύρος εστίασης

nombre masculino (MX) (οπτική, φακός)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αντικείμενο προμήθειας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El alcance del suministro incluye también la puesta en marcha.

κοντινά φώτα, μικρά φώτα

locución nominal masculina

σε μικρή εμβέλεια

locución preposicional

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No empieces a disparar hasta que no estés al alcance del objetivo.

πλησιάζω

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Maneja más rápido, que la policía nos va dar a alcance!
Οδήγα γρηγορότερα! Οι μπάτσοι μας πλησιάζουν!

φτάνω, πλησιάζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Conduce más rápido, ¡la policía nos está alcanzando!

που μπορείς να φτάσεις εύκολα

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε απόσταση μεγαλύτερη από το σημείο που φτάνει το χέρι

locución adjetiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alcance στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.