Τι σημαίνει το valor στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης valor στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του valor στο ισπανικά.

Η λέξη valor στο ισπανικά σημαίνει αξία, θάρρος, κουράγιο, αξία, αξία, τιμή, τιμή, αξία, γενναιότητα, τόλμη, ανδρεία, αγοραστική δύναμη, επενδυτικά αγαθά, κουράγιο, θάρρος, ονομαστική αξία, αξία, δεδομένο, χρεόγραφο, αξία, τσαγανό, γενναιότητα, ανδρεία, ανδρεία, σθένος, θάρρος, απόκτημα, επίπεδα, ονομαστική τιμή, κόστος, ασήμαντος, γενναία, θαρραλέα, ΦΠΑ, εκτίμηση, κρίση, γνώμη, παραλογοτέχνημα, έμβλημα, σήμα, επιστρατεύω, ανεκτίμητος, πολύτιμος, έκτοπη τιμή, έκτροπη τιμή, της ανατίμησης, που δεν υπόκειται σε απόσβεση, μηδαμινός, ασήμαντος, πλούσιος σε πρωτεΐνη, φόρος επί της αξίας, προεπιλογή, ψευτοαπασχόληση, ψευτοδουλειά, ευτελές ποσό, υποκειμενική κρίση, απόλυτο μέγεθος, φόρος επί της αξίας, τιμή πλειοδοσίας, λογιστική αξία, θερμιδική αξία, ισοτιμία, μείωση αξίας, πτώση, ηθικό σθένος, καθαρή αξία, καθαρή αξία, ονομαστική αξία μετοχής, τρέχουσα αξία, φόρος κατανάλωσης, συναισθηματική αξία, φόρος προστιθέμενης αξίας, ονομαστική αξία, προστιθέμενη αξία, κόστος αγοράς, αξία επωνυμίας, λογιστική αξία, λογιστική αξία, προεπιλεγμένη τιμή, προκαθορισμένη τιμή, διατροφική αξία, υπολειματική αξία, αντικειμενική αξία, αξία προ φόρων, αξία ακινήτου, υπολειμματική αξία, αλυσίδα αξίας, αξία μεταπώλησης, ρακοσυλλέκτης, μέση τετραγωνική ρίζα, μετοχή ονομαστικής αξίας, αξία εξαγοράς, αξία, μέση τιμή, αξία ασφαλιστηρίου συμβολαίου πριν από τη λήξη του, έχω το θάρρος να κάνω κτ, έχω την τόλμη να κάνω κτ, κάνω μια σύντομη αξιολόγηση, υπολογίζω την αξία, έχω το κουράγιο, έχω το θάρρος, εκτιμώ την αξία, δείχνω θάρρος, το δουλεύω, αφαιρώ από κτ, φόρος επί της αξίας, εκτιμηθείσα τιμή, απόγειο, αγοραστική δύναμη, αξία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης valor

αξία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estamos tasando el valor de este artículo.
Αξιολογούμε την αξία αυτού του αντικειμένου.

θάρρος, κουράγιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se necesitó valor para enfrentarse a la multitud enfurecida y decirle que estaba equivocada.
Ήθελε τσαγανό να σηκωθείς μπροστά στα θυμωμένα πλήθη και να τους πεις ότι κάνουν λάθος.

αξία

nombre masculino (χρηματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Muchas cosas de valor fueron destruidas por el incendio.

αξία

nombre masculino (χρηματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo canjearé por un objeto de igual valor.
Το ανταλλάσσω για κάτι ίσης αξίας.

τιμή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Desgraciadamente esta base de datos contiene valores nulos sobre la identidad del empleado.

τιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hemos valuado la mesa a un precio de ciento cincuenta libras.
Καθορίσαμε την τιμή του τραπεζιού στις εκατόν πενήντα λίρες.

αξία

nombre masculino (económico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El valor de aquella casa se ha reducido por los ruidos de las obras.
Η αξία αυτού του σπιτιού έχει μειωθεί λόγω του θορύβου από την οικοδομή.

γενναιότητα, τόλμη, ανδρεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La gente admiraba a Leonidas por su valor en el campo de batalla.

αγοραστική δύναμη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Cuál es el valor del yen en euros?

επενδυτικά αγαθά

(οικονομικά: επενδύσεις)

Ha invertido su dinero en una variedad de valores.
Έχει τοποθετήσει τα χρήματά του σε διάφορα επενδυτικά αγαθά.

κουράγιο, θάρρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kate juntó valor y le pidió un aumento a su jefe.
Η Κέιτ μάζεψε το θάρρος της και ζήτησε από το αφεντικό της αύξηση.

ονομαστική αξία

(χρήματα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La panadería solo recibe billetes de bajo valor.

αξία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le dieron valor a su nueva idea. Sus ideas no tienen valor.

δεδομένο

nombre masculino (matemáticas) (μαθηματικά: τιμή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los valores conocidos y no conocidos que necesitarás para resolver el problema figuran más abajo.
Τα δεδομένα και οι άγνωστοι που χρειάζεστε για να λύσετε το πρόβλημα δίνονται παρακάτω.

χρεόγραφο

nombre masculino (usualmente plural)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los inversores ganaron dinero vendiendo valores.

αξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσαγανό

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El ánimo del equipo los llevó desde el último lugar hasta las eliminatorias.

γενναιότητα, ανδρεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su valentía durante la batalla salvó la vida de sus camaradas.
Η γενναιότητά (or: ανδρεία) του στη μάχη έσωσε τις ζωές των συντρόφων του.

ανδρεία

(ιστορικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los caballeros de los cuentos son famosos por su valentía y su naturaleza romántica.

σθένος, θάρρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El bombero tenía verdadero coraje, y volvió a entrar al edificio en llamas a buscar el gato de la anciana señora.
Ο πυροσβέστης είχε πράγματι κότσια και επέστρεψε στο φλεγόμενο κτίριο για τη γάτα της ηλικιωμένης κυρίας.

απόκτημα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ella es un gran recurso de la empresa.
Αποτελεί σπουδαίο απόκτημα της εταιρείας.

επίπεδα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Doctor, sus niveles sanguíneos son buenos ahora.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα επίπεδα του αίματος είναι καλά τώρα, γιατρέ.

ονομαστική τιμή

(τάσης, ισχύος κ.λπ.)

Este electrodoméstico tiene una potencia de 240 voltios.

κόστος

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El precio de la gasolina es muy elevado.
Η τιμή του πετρελαίου είναι πολύ υψηλή.

ασήμαντος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γενναία, θαρραλέα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ΦΠΑ

(acrónimo)

εκτίμηση, κρίση, γνώμη

(άποψη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En tu estimación, ¿qué podría sacarnos de este lío?

παραλογοτέχνημα

(ES) (ανούσιο έργο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έμβλημα, σήμα

(figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Después de la guerra mostraba sus cicatrices como una medalla.

επιστρατεύω

(fuerzas) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gareth quería abandonar, pero, por algún motivo, reunió las fuerzas para seguir.
Ο Γκάρεθ ήθελε να τα παρατήσει, αλλά με κάποιον τρόπο βρήκε τη θέληση να συνεχίσει.

ανεκτίμητος, πολύτιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Que los niños aprendan historia es algo inestimable.
Η ιστορία είναι ένα πολύτιμο μάθημα για τα παιδιά.

έκτοπη τιμή, έκτροπη τιμή

(voz inglesa) (στατιστική)

της ανατίμησης

(οικονομικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δεν υπόκειται σε απόσβεση

locución adjetiva (επίσημο: οικονομικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μηδαμινός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασήμαντος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλούσιος σε πρωτεΐνη

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

φόρος επί της αξίας

locución adjetiva

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El impuesto que hay que pagar es proporcional al valor del bien.

προεπιλογή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Quieres este formato como valor por defecto para todos los documentos?
Θέλεις αυτές οι ρυθμίσεις να αποτελούν προεπιλογή για όλα τα νέα έγγραφα;

ψευτοαπασχόληση, ψευτοδουλειά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευτελές ποσό

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υποκειμενική κρίση

locución nominal masculina

Siempre está haciendo juicios de valor sobre cosas de las que no sabe nada.

απόλυτο μέγεθος

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El valor absoluto de -4 es 4.

φόρος επί της αξίας

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τιμή πλειοδοσίας

(ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λογιστική αξία

Comprar ese coche a un precio mucho menor que su valor contable (or: valor nominal) fue una ganga.

θερμιδική αξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El chocolate puede no ser saludable porque tiene un alto valor calórico.

ισοτιμία

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μείωση αξίας, πτώση

locución verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La libra esterlina ha vuelto a perder valor en relación al dólar.

ηθικό σθένος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hace falta tener valor moral para enfrentarse a las injusticias.

καθαρή αξία

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καθαρή αξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este vlogger tiene un coste total de 2 millones de dólares.

ονομαστική αξία μετοχής

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las acciones fueron emitidas a un valor nominal de $25.00 cada una, veremos hasta cuanto suben en los próximos meses.

τρέχουσα αξία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El valor actual de la propiedad es casi el doble de lo que pagué por ella hace dos años.

φόρος κατανάλωσης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Fuimos hasta Nueva Jersey a comprar el frigo porque en Nueva York el Impuesto al Valor Agregado es más alto.

συναισθηματική αξία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Esta chaqueta no vale mucho pero guarda un gran valor sentimental.
Όχι, το σακάκι μου δεν αξίζει πολλά αλλά έχει μεγάλη συναισθηματική αξία. Κράτησα όλα τα γράμματά του για τη συναισθηματική τους αξία.

φόρος προστιθέμενης αξίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
El impuesto al valor agregado acaba de volver al 17,5%.

ονομαστική αξία

Los bancos sólo cambian billetes por su valor nominal.
Οι τράπεζες θα εξαργυρώνουν χαρτονομίσματα μόνο με την ονομαστική τους αξία.

προστιθέμενη αξία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόστος αγοράς

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La plata del seguro no alcanza para cubrir el valor de adquisición de una cámara nueva.

αξία επωνυμίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λογιστική αξία

λογιστική αξία

nombre masculino

προεπιλεγμένη τιμή, προκαθορισμένη τιμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διατροφική αξία

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El poroto de soja contiene proteínas de alto valor biológico. / Este postre tiene muchas calorías pero muy poco valor nutritivo.

υπολειματική αξία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Otra ventaja es que tiene alto valor de reventa para cuando lo quieras cambiar por un modelo más nuevo.

αντικειμενική αξία

nombre masculino

αξία προ φόρων

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αξία ακινήτου

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A raíz de la crisis financiera, los valores de la propiedad cayeron dramáticamente.

υπολειμματική αξία

nombre masculino

αλυσίδα αξίας

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αξία μεταπώλησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ρακοσυλλέκτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μέση τετραγωνική ρίζα

(matemáticas)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μετοχή ονομαστικής αξίας

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αξία εξαγοράς

(για ασφαλιστικό συμβόλαιο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέση τιμή

αξία ασφαλιστηρίου συμβολαίου πριν από τη λήξη του

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έχω το θάρρος να κάνω κτ, έχω την τόλμη να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se atrevió a cuestionar los motivos de su superior.

κάνω μια σύντομη αξιολόγηση

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hizo un juicio de valor rápido sobre la situación.

υπολογίζω την αξία

(με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le pedimos a la agencia inmobiliaria que le ponga precio a nuestra casa.

έχω το κουράγιο, έχω το θάρρος

(informal)

εκτιμώ την αξία

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω θάρρος

locución verbal

Resulta difícil armarse de valor cuando las bombas caen a tu alrededor.

το δουλεύω

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No pude reunir el valor para decirle la verdad a mi marido.

αφαιρώ από κτ

Un rayón le restaba mucho valor a la pintura.

φόρος επί της αξίας

(impuesto)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εκτιμηθείσα τιμή

(ES)

El dueño del auto clásico estaba sorprendido de su bajo coste estimado.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η εκτιμηθείσα τιμή για το εξοχικό μας ξεπέρασε τις προσδοκίες μας.

απόγειο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El final del siglo XX fue el punto cúlmine del Imperio Romano.

αγοραστική δύναμη

locución nominal masculina

αξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του valor στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του valor

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.