Τι σημαίνει το alien στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης alien στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alien στο Αγγλικά.

Η λέξη alien στο Αγγλικά σημαίνει εξωγήινος, αλλοδαπός, αλλοδαπή, εξωγήινος, αλλοδαπός, ξένος, άγνωστος, άγνωστος, ξένος, ξένη, παράνομος μετανάστης, παράνομη μετανάστρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης alien

εξωγήινος

noun (extraterrestrial)

The film opens with aliens landing on a beach.
Η ταινία ξεκινά με εξωγήινους που προσγειώνονται στην παραλία.

αλλοδαπός, αλλοδαπή

noun (foreign person)

Aliens must register any change of address with the police.
Οι αλλοδαποί πρέπει να δηλώνουν κάθε αλλαγή της διεύθυνσής τους στην αστυνομία.

εξωγήινος

adjective (extraterrestrial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
An alien life form would be very exciting for scientists.
Ένα είδος εξωγήινης ζωής θα ήταν πολύ συναρπαστικό για τους επιστήμονες.

αλλοδαπός

adjective (foreign)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The government said it would deport the alien family.
Η κυβέρνηση δήλωσε πως θα απελάσει την αλλοδαπή οικογένεια.

ξένος, άγνωστος

(strange, unfamiliar) (προς κπ/κτ, σε κπ/κτ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
These ideas are alien to our way of thinking.
Αυτές οι ιδέες είναι ξένες προς τον τρόπο σκέψης μας.

άγνωστος

adjective (unfamiliar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The alien ways of the townspeople confused Charlotte.
Οι διαφορετικοί τρόποι των κατοίκων της κωμόπολης προκάλεσαν σύγχυση στη Σάρλοτ.

ξένος, ξένη

noun (estranged or excluded person)

The character of Meursault in the novel by Camus is an alien to human emotion.

παράνομος μετανάστης, παράνομη μετανάστρια

noun (unlawfully in a country)

Philip was found to be an illegal alien and deported.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alien στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.