Τι σημαίνει το other στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης other στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του other στο Αγγλικά.

Η λέξη other στο Αγγλικά σημαίνει άλλος, άλλος, άλλος, άλλοι, άλλοι, διαφορετικά, άλλος, κάποιος άλλος, πάνω από όλα, μεταξύ άλλων, άλλος, διαφορετικός, αλλιώτικος, καυγαδίζω, τσακώνομαι, κάποια άλλη στιγμή, κάποια στιγμή στο παρελθόν, κάποτε, στην αντίπερα όχθη, ανταλλάσσω βρισιές, αντιμετωπίζω κατά πρόσωπο, αντιπαρατίθεμαι, ο ένας τον άλλο, η μία την άλλη, αγγλικά για ομιλητές άλλων γλωσσών, ESOL, εναλλασσόμενος, μέρα παρά μέρα, αλλάζω κατεύθυνση, πάω από την άλλη, έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, έχω δουλειές, κατά τα άλλα, με άλλον τρόπο, με άλλον τρόπο, με άλλα λόγια, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αλληλοσκοτώνομαι, σαν όλους τους άλλους, που δε μοιάζει με τίποτε άλλο, που δε μοιάζει με κανέναν, κοιτάζω και από την άλλη πλευρά, κάνω τα στραβά μάτια, φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο, πλασμένος ο ένας για τον άλλο, κανείς άλλος, κανείς άλλος, που δεν είναι άλλος από κπ, παρά, από τη μία... από την άλλη, από την άλλη, ο ένας μετά τον άλλο, ο ένας ή ο άλλος, είτε έτσι είτε αλλιώς, το άλλο μου μισό, η οικονομική τάξη στην οποία δεν ανήκει κανείς, δηλ. οι πλούσιοι αν είναι φτωχός και το αντίστροφο, η μετά θάνατον ζωή, η αντίπαλη ομάδα, η άλλη άκρη, η άλλη πλευρά του νομίσματος, η άλλη όψη του νομίσματος, εκτός, εκτός από, εκτός αυτού, πέρα απ'αυτό, τα έχω με κπ, το έτερον ήμισυ, κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κάτι τέτοιο, από μακριά όλα φαντάζουν εύκολα, τις προάλλες, αντίστροφα, η άλλη, άλλαξαν τα πράγματα, και άλλα, γυρίζω το άλλο μάγουλο, συμφωνώ, συνεννοούμαι, καταλαβαίνομαι, επικοινωνώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης other

άλλος

adjective (different)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Not that shirt, the other one.
Όχι αυτό το πουκάμισο, το άλλο.

άλλος

adjective (additional)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
How many other people are coming? The other four students will join the class after the Christmas break.
Πόσοι ακόμα θα έρθουν;

άλλος

adjective (remaining)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
I just have one other thing to do. We need to interview the three other candidates before we make a decision.
Έχω ακόμα ένα πράγμα να κάνω.

άλλοι

pronoun (other persons)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
The others will arrive in a few minutes.
Οι άλλοι φτάνουν σε λίγα λεπτά.

άλλοι

pronoun (remaining things)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
I received some books today, and the others will come tomorrow.
Παρέλαβα μερικά βιβλία σήμερα και τα άλλα θα έρθουν αύριο.

διαφορετικά

adverb (otherwise)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I don't know what we'll do if the day turns out other than expected.
Δεν ξέρω τι θα κάνουμε αν η μέρα εξελιχθεί διαφορετικά από ότι περιμένουμε.

άλλος

adjective (rare (former)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
In other days people did it differently.
Σε άλλες εποχές οι άνθρωποι το έκαναν διαφορετικά.

κάποιος άλλος

pronoun (distinct person or thing) (για πρόσωπα)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Some person or other must have left this phone behind.

πάνω από όλα

adverb (more than any other)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Peter is a clever, handsome and, above all, honest man.
Ο Πίτερ είναι έξυπνος, όμορφος και πάνω από όλα τίμιος άντρας.

μεταξύ άλλων

expression (one of a number)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I cleaned out the junk drawer and found, among other things, my old slide rule.

άλλος, διαφορετικός, αλλιώτικος

adjective (an alternative, another)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is there any other solution to the problem?
Υπάρχει άλλη λύση στο πρόβλημα;

καυγαδίζω, τσακώνομαι

adjective (figurative, informal (arguing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάποια άλλη στιγμή

adverb (at an unspecified future time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I promise that we'll go to Disneyland at some other time.

κάποια στιγμή στο παρελθόν, κάποτε

adverb (at an unspecified past time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I had promised that we would go to Disney at some other time.

στην αντίπερα όχθη

adverb (as a complete contrast) (μτφ: εντελώς αντίθετα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I like opera but at the other end of the spectrum I'm a punk rock fan.

ανταλλάσσω βρισιές

verbal expression (informal (exchange insults) (καθομιλουμένη)

Children love to call each other silly names like Poopy-Head.

αντιμετωπίζω κατά πρόσωπο

verbal expression (meet face to face)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It would be wise for the estranged couple to avoid confronting each other while they are still so angry.

αντιπαρατίθεμαι

verbal expression (try to resolve dispute)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They'll have to confront each other if they want to put this disagreement behind them.

ο ένας τον άλλο, η μία την άλλη

pronoun (one another)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They always help each other out when things get rough.
Πάντα βοηθά ο ένας τον άλλο, όταν δυσκολεύουν τα πράγματα.

αγγλικά για ομιλητές άλλων γλωσσών

noun (school subject)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ESOL

noun (acronym (school subject) (συντομογραφία)

εναλλασσόμενος

adjective (alternate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The parents share custody; the father gets to see his daughter every other weekend.

μέρα παρά μέρα

adverb (on alternate days)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The medication should be taken every other day.
Το φάρμακο πρέπει να λαμβάνεται μέρα παρά μέρα.

αλλάζω κατεύθυνση

verbal expression (take a different direction)

πάω από την άλλη

verbal expression (take the opposite direction)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Joe set off towards the bank and I went the other way towards the post office.

έχω κι άλλα πράγματα να κάνω

verbal expression (figurative (have [sth] else to do)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't wait around here, I've other fish to fry.

έχω δουλειές

verbal expression (be busy already)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I can't make it to the movies; I have other things to do.
Δε θα μπορέσω να πάω σινεμά. έχω δουλειές.

κατά τα άλλα

adverb (in other ways)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sometimes my uncle can appear unfriendly, but in other respects he is a good man.

με άλλον τρόπο

adverb (by different means)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She soon realized she'd have to earn her living in other ways.

με άλλον τρόπο

adverb (in relation to other things)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I like some things about him, but in other ways I find him difficult to understand. He acts maturely in some ways, but in other ways he can be extremely childish.
Μου αρέσουν κάποια πράγματα σε αυτόν, αλλά σε άλλες περιστάσεις είναι δύσκολο να τον καταλάβεις. Ενεργεί με ώριμο τρόπο σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά σε άλλες περιστάσεις μπορεί να είναι πολύ παιδί.

με άλλα λόγια

adverb (that is to say)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I would love to go but I have a lot to do...in other words, I don't have time.
Θα μου άρεσε πολύ να πάω αλλά έχω πολλά να κάνω...με άλλα λόγια, δεν έχω χρόνο.

με τον έναν ή τον άλλο τρόπο

adverb (somehow)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'd like to help him in some way or other because he deserves to succeed.

αλληλοσκοτώνομαι

verbal expression (murder one another)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You had better call the police before those two kill each other.

σαν όλους τους άλλους

expression (ordinary, unremarkable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was a day like any other when the car crashed into their living room.
Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μέχρι που το αυτοκίνητο εισέβαλε στο σαλόνι τους.

που δε μοιάζει με τίποτε άλλο

adverb (incomparably)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Her love for him was like no other.

που δε μοιάζει με κανέναν

adjective (incomparable, unique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This holiday offers tourists a holiday like no other.

κοιτάζω και από την άλλη πλευρά

verbal expression (look in the opposite direction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't just look to your right when you cross the street; look the other way as well.

κάνω τα στραβά μάτια

verbal expression (figurative (ignore [sth] bad) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That judge looks the other way when members of his own staff commit minor crimes.

φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο, πλασμένος ο ένας για τον άλλο

verbal expression (informal, figurative (be ideally suited to each other) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What a lovely couple; they're made for each other. Those two business partners are equally nasty; they're made for one another.

κανείς άλλος

adjective (not something else)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No other company provides such good service!

κανείς άλλος

noun (literary (not something or somebody else)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I am forever yours; I can love no other.

που δεν είναι άλλος από κπ

expression ([sb] well known)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We have with us today a man we all know, none other than the champion racer of the entire league.

παρά

expression (actually, in fact)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Some Americans think government oversight of health care is nothing other than socialism.
Ορισμένοι Αμερικανοί θεωρούν ότι η αμέλεια που δείχνει η κυβέρνηση για την υγεία δεν είναι παρά σοσιαλισμός.

από τη μία... από την άλλη

adverb (figurative (comparing points of view)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On the one hand, it would be quicker to fly to Manchester; on the other, it would be more expensive than the train.
Από τη μία θα ήταν πιο γρήγορο να πετάξουμε στο Μάντσεστερ, από την άλλη θα ήταν πιο ακριβό από το τρένο.

από την άλλη

adverb (from the opposing point of view)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο ένας μετά τον άλλο

adverb (one at a time)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I couldn't believe it! He sat there and ate ten habanero peppers, one after the other!

ο ένας ή ο άλλος

expression (either one of a pair)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είτε έτσι είτε αλλιώς

adverb (by either means)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το άλλο μου μισό

noun (figurative, informal (spouse, significant other) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

η οικονομική τάξη στην οποία δεν ανήκει κανείς, δηλ. οι πλούσιοι αν είναι φτωχός και το αντίστροφο

noun (figurative (different economic class)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

η μετά θάνατον ζωή

noun (afterlife)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η αντίπαλη ομάδα

noun (sports: opposing team)

η άλλη άκρη

noun (opposite end)

η άλλη πλευρά του νομίσματος, η άλλη όψη του νομίσματος

noun (figurative, informal (opposite aspect, converse)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκτός, εκτός από

(apart from)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
There were no applications, other than the internal ones received earlier. Other than a couple seated at a table by the window, the restaurant was deserted.
Δεν υπήρχαν αιτήσεις, εκτός από τις εσωτερικές που ελήφθησαν νωρίτερα. Εκτός από ένα ζευγάρι που καθόταν στο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, το εστιατόριο ήταν έρημο.

εκτός αυτού, πέρα απ'αυτό

expression (apart from this, otherwise)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τα έχω με κπ

verbal expression (informal (be dating) (έχω σχέση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το έτερον ήμισυ

noun (partner, spouse)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή

expression (Let's try again sometime in the future.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με τον ένα ή τον άλλο τρόπο

adverb (in an undetermined way)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jan studied the cliff face, determined to scale it somehow or other.

κάτι τέτοιο

noun ([sth] not remembered precisely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Something or other didn't feel quite right about him. She told me something or other about not being able to pay the bill.

από μακριά όλα φαντάζουν εύκολα

verbal expression (figurative (things seem better from afar)

τις προάλλες

adverb (several days ago)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The other day we went snowboarding and we had a great time. // We're still good friends; just the other day we met for coffee.

αντίστροφα

adverb (US (reversed)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

η άλλη

noun (figurative (married man's female lover)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άλλαξαν τα πράγματα

expression (figurative (circumstances reversed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lily was always scornful of unemployed people; the shoe's on the other foot now that she's lost her job.

και άλλα

noun (various things)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γυρίζω το άλλο μάγουλο

verbal expression (figurative (not retaliate) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was being extremely rude but I decided to turn the other cheek.

συμφωνώ, συνεννοούμαι, καταλαβαίνομαι, επικοινωνώ

transitive verb and reflexive pronoun (have an agreement)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We really understand one another; sometimes we don't even need to speak.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του other στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του other

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.