Τι σημαίνει το analizar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης analizar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του analizar στο ισπανικά.
Η λέξη analizar στο ισπανικά σημαίνει εξετάζω, ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω, ψυχαναλύω, αναλύω, εξετάζω, μελετώ, αξιολογώ, κρίνω, αναλύω, αναλύω, ελέγχω, εξετάζω, αναλύω, εξετάζω, αναλύω, εξετάζω, ερμηνεύω, εκλαμβάνω, επανεξετάζω, αξιολογώ, κρίνω, αναλύω, ερμηνεύω, αναλύω, εξετάζω, μελετώ, αναλύω, εξετάζω, αναλύω, επανεξετάζω, αναλύω συντακτικά, εξετάζω κπ για κτ, αναλύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης analizar
εξετάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los alumnos deben analizar un pasaje de Shakespeare para el examen. Οι μαθητές πρέπει να αναλύσουν ένα απόσπασμα από τον Σαίξπηρ για τις εξετάσεις τους. |
ερευνώ, διερευνώ, εξετάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los investigadores trataron de analizar la causa del accidente. Οι αστυνομικοί ερευνητές προσπάθησαν να διερευνήσουν την αιτία του ατυχήματος. |
ψυχαναλύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El terapeuta analizó a su paciente. Η θεραπεύτρια έκανε ψυχανάλυση στον ασθενή της. |
αναλύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξετάζω, μελετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El científico va a analizar los resultados. Ο επιστήμονας θα εξετάσει (or: μελετήσει) τα αποτελέσματα. |
αξιολογώ, κρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Buscamos a alguien para analizar la propuesta de edificación. |
αναλύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un geólogo analizará la muestra del mineral. Το δείγμα του ορυκτού θα αναλυθεί από γεωλόγο. |
αναλύω(datos) (δεδομένα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A los investigadores les llevará meses analizar los datos del satélite. Θα πάρει στους αναλυτές μήνες για να αναλύσουν τα δεδομένα από το δορυφόρο. |
ελέγχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La máquina de IRM analizó el cerebro de Leo pero no encontró tumores. |
εξετάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le van a analizar la orina para hacer pruebas de varios trastornos. |
αναλύω(versos) (όσον αφορά το μέτρο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La profesora le pidió a sus alumnos que analizaran el poema. Η δασκάλα ζήτησε από την τάξη να αναλύσει το ποίημα. |
εξετάζω, αναλύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El detective trató de analizar todos los hechos. |
εξετάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El detective analizó todas las posibilidades. Ο ντετέκτιβ εξέτασε όλες τις πιθανότητες. |
ερμηνεύω, εκλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La versión de la historia de Sally se puede interpretar de dos maneras. |
επανεξετάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Déjeme revisar lo que pasó para ver si podemos hacer algo al respecto. Άσε να ξανακοιτάξω τι συνέβη για να δω αν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι'αυτό. |
αξιολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe evaluó el proyecto para ver si había valido la pena. Το αφεντικό αξιολόγησε το πρότζεκτ για να δει αν άξιζε τον κόπο. |
κρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En un artículo académico, el profesor critica el nuevo libro sobre el imperio ruso. Στο άρθρο του επιστημονικού περιοδικού, ο καθηγητής έγραψε κριτική για το νέο βιβλίο για την Ρωσική Αυτοκρατορία. |
αναλύω(analizar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Podemos descomponer el proceso en un número de etapas separadas. Μπορούμε να χωρίσουμε τη διαδικασία σε αρκετά ξεχωριστά στάδια. |
ερμηνεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El profesor de literatura pidió a sus estudiantes que interpretasen el poema, y que escribiesen en un papel lo que consiguiesen. |
αναλύω, εξετάζω, μελετώ(figurado) (λεπτομερώς) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναλύω, εξετάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si diseccionas su argumento, encontrarás que faltan algunas partes. |
αναλύωlocución verbal (λέξεις) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tenemos que analizar sintácticamente 50 oraciones de latín como tarea. Πρέπει να αναλύσουμε 50 λατινικές προτάσεις ως εργασία για το σπίτι. |
επανεξετάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναλύω συντακτικά
La traducción de un texto en latín es más fácil si primero lo analizas sintácticamente. |
εξετάζω κπ για κτ
|
αναλύωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Durante las horas siguientes continuó analizando lo que le había contado pero aún así no le encontraba sentido. Για ώρες μετά, συνέχιζε να σκέφτεται ξανά και ξανά τι της είχε πει, αλλά ακόμα κι έτσι δεν έβγαζε νόημα. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του analizar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του analizar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.